ΜΙΑ ΝΕΑ «πνευματική» τάξη αναδύεται στον πολιτικο-κοινωνικό μας βίο: Αυτή των

«εμπειρογνωμόνων» και των πανεπιστημιακών «ειδικών» που ανέλαβαν ­ είτε

αυτοβούλως είτε κατ’ ανάθεσιν ­ το ιστορικό έργο να τελέσουν και να

νομιμοποιήσουν θεωρητικά τον «πολιτικό γάμο» μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού και

της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας.

Είτε μέσα από εκθέσεις, που προσδιορίζουν το πέρας των ασφαλιστικών και

συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ­ όπως πρεσβεύει ο κ. Σπράος ­ είτε μέσα από

θεωρητικές κατασκευές, που «αποδεικνύουν» ότι η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία για

να είναι «Αριστερά» πρέπει να μετατρέψει τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών

σε δελτία «απόρων κορασίδων» ­ όπως διατείνεται ο κ. Ν. Μουζέλης ­,

επιχειρείται η διαμόρφωση μιας νέας ­ σχιζοειδούς χαρακτήρα ­ πολιτικής

«φόρμουλας», η οποία μπορεί να εμφανίζεται με δύο μορφές:

Είτε με τη μορφή του σοσιαλδημοκρατικού νεοφιλελευθερισμού αν απευθύνεται σε

κεντρο-δεξιούς με «κοινωνικές ευαισθησίες», είτε με τη μορφή της

νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας αν εκφράζει «κεντρο-αριστερούς» ρεαλιστές

της αγοράς…

Πρόκειται άλλωστε για τις δύο όψεις του ιδίου «νομίσματος»: Αυτού που εκφράζει

την «αξία» της τρέχουσας διαχειριστικής πολιτικής.

Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι απλά προσωπικές. Εκφράζουν ­ και εδώ έγκειται η

σημασία τους ­ μια ευρύτερη ιστορικο-πολιτική «ασυμβατότητα» που οδηγεί στο

εξής παράδοξο:

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα καλούνται να διαχειριστούν ­ με ανθρώπινο πρόσωπο

­ το οικονομικό πρότυπο του ιστορικού τους αντιπάλου, ενώ τα συντηρητικά

κόμματα αποπέμπονται από την εξουσία επειδή ακριβώς εκπροσωπούν αυτό το πρότυπο…

Στο σύγχρονο πολιτικό «δράμα» οι πρωταγωνιστές παίζουν ο ένας το ρόλο του

άλλου… Και το έργο προχωρεί κανονικά, ενώ οι «θεατές», που έμαθαν απ’ έξω το

«σενάριο», δεν παρακολουθούν αλλά απλά παρευρίσκονται…

Κοινωνικά ή οικονομικά δικαιώματα;

Ο «χώρος» των κοινωνικών δικαιωμάτων οριοθετεί σήμερα το σοσιαλιστικό από το

νεοφιλελεύθερο πρότυπο.

Γι’ αυτό και αποτελεί τον κεντρικό στόχο των επιθέσεων, ώστε με την

αποδυνάμωσή του να επιτραπεί η ελεύθερη «επικοινωνία» μεταξύ των δύο προτύπων.

Υποστηρίζεται η άποψη ότι η καθολική μορφή κοινωνικών δικαιωμάτων δίδει

παροχές σε πλούσιους και πτωχούς, αδιακρίτως, ευνοώντας ιδιαίτερα τα μεσαία στρώματα.

Προτείνεται λοιπόν η εξειδίκευση των κοινωνικών παροχών σε ειδικές κοινωνικές

ομάδες που «θα αποδείξουν» ότι έχουν ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα η «είσοδος» στους

θεσμούς του κοινωνικού κράτους, π.χ. σ’ αυτόν της δημόσιας δωρεάν Παιδείας, θα

πρέπει να εξαρτάται και να καθορίζεται από την εισοδηματική τους κατάσταση.

Τι συνέπειες, όμως, είναι δυνατόν να έχει η εφαρμογή παρόμοιου είδους απόψεων;

Πρώτο και κύριο τα κοινωνικά δικαιώματα δεν ανήκουν στο χώρο του ιδιωτικού

δικαίου. Δεν αφορούν «ατομικοποιημένα» δικαιώματα, τα οποία διεκδικούν

μεμονωμένοι πολίτες. Ανήκουν κατ’ εξοχήν στο δημόσιο χώρο.

Η αντίληψη περί επιλεκτικότητας των

κοινωνικών δικαιωμάτων θέλει να μετατρέψει το δημόσιο-κοινωνικό αγαθό σε, κατά

συγκυρίαν, οικονομικό δικαίωμα. Γιατί ­ εφόσον η πρόσβαση στην κοινωνική

παροχή εξαρτάται π.χ. από το επίπεδο του εισοδήματος ­ τότε το κοινωνικό

δικαίωμα αποσυνδέεται από τον πραγματικό κοινωνικό του χαρακτήρα και

μετατρέπεται σε ιδιάζον «ατομικό» δικαίωμα που αναιρείται κατά περίπτωση με

βάση καθαρά οικονομικά κριτήρια. Συνήθως τη φορολογική δήλωση…

Το πρόβλημα όμως δεν είναι θεωρητικό. Η πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικών

παροχών με βάση το οικονομικό κριτήριο ­ π.χ. δήλωση εισοδήματος ­ θα

διαμορφώσει ένα νέο πελατειακό δίκτυο και σε επίπεδο μηχανισμών κοινωνικών

παροχών και σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας. Ο καθένας θα προσπαθεί μέσα από

κάθε είδους συναλλαγή και συσσώρευση «πειστηρίων», να ενταχθεί στο σύστημα. Ο

ευτελισμός και το είδος της διαφθοράς που αναδύεται σε παρόμοιες περιπτώσεις

θα πρέπει να μας πείσει για το ανέφικτο ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Οι προτάσεις αυτές περί «επιλεκτικών» κοινωνικών παροχών εκφράζουν στην

πραγματικότητα την αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να πετύχει μια σύγχρονη

ισορροπία μεταξύ Κεφαλαίου – Εργασίας, μεταξύ Πολιτικής – Οικονομίας και Κοινωνίας.

Γι’ αυτό και οι όποιες προτάσεις διατυπώνονται επιρρίπτουν το κόστος στο

«εσωτερικό» της κοινωνίας και των κοινωνικών θεσμών. Επιδιώκουν εσωτερικές

ανακατατάξεις και «ορθολογικοποίηση» των κοινωνικών – θεσμικών δομών, χωρίς να

αντιλαμβάνονται ότι οι αιτίες της ανισότητας και της κοινωνικής

περιθωριοποίησης δεν είναι οι κοινωνικές πολιτικές και ο τρόπος οργάνωσής

τους, αλλά η ασυδοσία των μηχανισμών της αγοράς που αναδεικνύουν το

Χρηματιστικό Κεφάλαιο σε ιστορικό πρωταγωνιστή των καιρών.

Βρισκόμαστε τελικά σ’ άλλο ένα ορατό αδιέξοδο της «κατά συνθήκην» Αριστεράς.

Που αδυνατώντας να αναλύσει με σύγχρονα μεθοδολογικά «εργαλεία» τις κυρίαρχες

αντιθέσεις και να συγκροτήσει κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα ικανά «να

κινήσουν την Ιστορία», κρύβει το κεφάλι στην άμμο, ζητώντας από τους αδύνατους

να δείξουν υπομονή και κατανόηση… Έως πότε;

Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης του

Πανεπιστημίου Αθηνών