Μια «νεαρά» κυρία… 95 ετών. Σχεδόν συνομήλικη του αιώνα που διανύουμε,

διατηρεί ένα εκτυφλωτικό φως στο βλέμμα, μιαν ανεπανάληπτη χάρη στην κίνηση

των χεριών της, ένα ζωντανό πάθος στην ομιλία της. Η κ. Πολυξένη Ματέυ. Η

πρωτοπόρος μουσικοπαιδαγωγός, μαθήτρια και συνεργάτις του Καρλ Ορφ, που έφερε,

προσάρμοσε και διέδωσε στη χώρα μας το Σύστημα Ορφ, εμπλουτίζοντάς το με

μέτρα, ρυθμούς, μελωδίες και κινήσεις της λαϊκής μας παράδοσης. Αγαπημένη των

αμέτρητων παιδιών που πέρασαν από τη σχολή της, στα εξήντα χρόνια λειτουργίας

της, αφιέρωσε τη ζωή της στην αισθητική αγωγή τους. «Η έμπρακτη συμμετοχή των

παιδιών είναι η βάση της παιδαγωγικής. Και στα παιδιά δεν δίνουμε όποια κι

όποια τροφή. Τους προσφέρουμε πάντοτε υλικό καθαρό και τίμιο»…


Τότε. Μια γυναίκα γεμάτη αρχοντιά Πολυξένη Ματέυ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ της Πατείας Κουμουνδούρου ήταν ένα νεοκλασικό κτίσμα με επτά δωμάτια,

μωσαϊκά στα δάπεδα και έναν τεράστιο κήπο. Με φοινικόδεντρα, μανταρινιές,

γαζίες, πικροδάφνες και δειλινά. Στη μέση μια στέρνα με χρυσόψαρα και ένας

βράχος με σιντριβάνι και πολυτρίχια.

Τρεχούμενο νερό υπήρχε μόνο στην κουζίνα. Το γκάζι εξασφάλιζε τον φωτισμό.

Όταν το 1916 μπήκε το ηλεκτρικό, η γριά υπηρέτρια στάθηκε αποσβολωμένη να

κοιτάζει το νερό που έβραζε στην τσαγιέρα χωρίς φωτιά. «Μνήσθητί μου Κύριε.

Γι’ αυτό ο Θεός τιμώρησε τον κόσμο…».

Σε αυτό το όμορφο σπίτι γεννήθηκε η Πολυξένη Ματέυ. Δύο μόλις χρόνια μετά τον

ερχομό του εικοστού αιώνα. Με τον οποίο, έκτοτε, παραμένει αχώριστη. Πατέρας

της, ο χημικός Όθων Ρουσόπουλος, ιδρυτής της «Εμπορικής και Βιομηχανικής

Ακαδημίας», «πατριώτης βουλευτής και αντιβενιζελικός. Φίλος του Ίωνα

Δραγούμη». Μητέρα της ­ η γεννημένη στη Λειψία από οικογένεια Καστοριανών

γουναράδων ­ Ελένη Ναούμ, «μια δραστήρια γυναίκα, φεμινίστρια, συνεργάτις της

Καλλιρρόης Παρέν, διανοούμενη, που διάβαζε ακόμη και… Φρόιντ».

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η ατμόσφαιρα του σπιτιού ήταν βεβαίως προοδευτική για τα δεδομένα της εποχής.

Η Πολυξένη, μαζί με τις αδελφές της ­ τη νομικό και σοσιαλίστρια Αγνή

Ρουσοπούλου και την καθηγήτρια του Ωδείου Αθηνών Έλλη Φαραντάτου ­ πήγαιναν με

τη μητέρα τους ακόμα και για μπάνιο, στις Τζιτζιφιές. Ολοήμερη σχεδόν εκδρομή,

καβάλα στο μόνιππο που έσερνε ο Κίτσος και οδηγούσε ο μπαρμπα-Λιας. «Παρ’ όλα

αυτά, στην κοινωνία επικρατούσε γενικώς μια υποκρισία, μια στενότητα

αντιλήψεως, μια επιφανειακή ηθικολογία και αρκετός στρουθοκαμηλισμός. Οι

γονείς μας «δέχονταν» κάθε Κυριακή και, θυμάμαι, έρχονταν οι φίλοι του πατέρα

μου, μεταξύ των οποίων ο Σταμάτης Βάλβης, ακραιφνής καθαρευουσιάνος, που

επέμενε σαν τον Λογιώτατο της Βαβυλωνίας να μιλάει στην καθαρεύουσα.

Σε μια του συνάντηση με τον γλωσσολόγο δημοτικιστή Ελισσαίο Γιαννίδη, άναψε η

συζήτηση γύρω από το γλωσσικό και θυμάμαι τον Γιαννίδη να ρωτάει: «Κύριε

Βάλβη, πώς θα πείτε «βγήκαν τα φασολάκια»; «Εξήλθον οι φασίολοι»;».

Στα έξι της χρόνια γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών. «Πιάνο εγώ, βιολί η Αγνή, που

ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη. Θυμάμαι ακόμη το πρώτο μου μάθημα στη μουσική. Η

δασκάλα μας, η Λεονόρα Λεκατσά, μας κάθισε κάτω όλα τα πιτσιρίκια και άρχισε:

«Τι καλείται φθογγόσημον; Φθογγόσημον καλείται…». Έτσι μάθαιναν τα παιδιά

τότε μουσική».

Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Η μουσική ήταν μια ακόμη αφορμή για τις αχώριστες ­ κατά τ’ άλλα ­ αδελφές για

καθημερινούς καβγάδες. «Να πάρεις το βιολί σου να πας επάνω να μελετήσεις».

«Όχι, εδώ θα μείνω. Να πάρεις εσύ το πιάνο σου και να πας επάνω». Και δώσ’ του

μαλλιοτραβήγματα από τις κοτσίδες και κλάματα. Καθώς μεγάλωναν, όμως, άφησαν

αυτά τα καμώματα, γιατί το ενδιαφέρον τους στράφηκε αλλού: στο άλλο φύλο.

«Δεχόμαστε από γυμνασιόπαιδες γράμματα σε ροζ φακέλους, με ζωγραφισμένη μια

τρυπημένη καρδιά, τα οποία κρύβαμε επιμελώς από τους γονείς μας».

Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου έκανε μια γνωριμία καθοριστική για την

υπόλοιπη ζωή της. «Ήταν η εποχή που η τριανδρία Δελμούζου, Τριανταφυλλίδη,

Γληνού, είχε αναλάβει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μια μέρα μπήκε στην τάξη

μας ένας νέος άνδρας, συνοδευόμενος από τον γυμνασιάρχη, ανέβηκε στην έδρα και

άρχισε να μας διαβάζει αποσπάσματα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε μετάφραση

Κωνσταντίνου Μάνου. Έπειτα μας μίλησε για τη δημοτική γλώσσα και τον

δημοτικισμό ως πνευματική τοποθέτηση. Ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, δάσκαλος

και φίλος μου μέχρι το τέλος της ζωής του, που επηρέασε πολύ τη σκέψη μου. Υπό

την επίδρασή του άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η παράταξη στην οποία ανήκε η

οικογένειά μου κάπου έσφαλε. Ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει το Έθνος να πάει

μπροστά, φυλακισμένη στα απατηλά ιδεώδη της προγονοπληξίας της».

Ο πατέρας της δεν έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πέθανε τον Μάιο του ’22

και λίγο αργότερα η μητέρα της διέλυσε την Ακαδημία και το σπίτι της

Κουμουνδούρου, πήρε τις δύο της κόρες και εγκαταστάθηκε στη Λειψία.

ΣΤΗ ΛΕΙΨΙΑ

Την επομένη κιόλας της άφιξής τους και προτού τα πράγματά τους τακτοποιηθούν

στη θέση τους, η Πολυξένη Ματέυ επισκέπτεται την Τόμας Κίρχε, την εκκλησία που

για πολλά χρόνια είχε χρηματίσει Κάντωρ ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, για να

ακούσει ένα μοτέτο από τη φημισμένη παιδική χορωδία. «Είναι για μένα μια

αξέχαστη ανάμνηση».

Στο Ωδείο της Λειψίας, όπου γράφεται, έχει δικαίωμα κάθε Πέμπτη πρωί να

παρακολουθεί την πρόβα της περίφημης ορχήστρας της Λειψίας, που διηύθυνε ένας

άγνωστος τότε μαέστρος, ο Φούρτβενγκλερ. Στο πρόγραμμά του είχε βάλει τον

«Πετρούσκα», του επίσης άγνωστου, τότε, Στραβίνσκι. Στην πλατεία η Πολυξένη

Ματέυ καθόταν δίπλα στον Αντίοχο Ευαγγελάτο και του ψιθύριζε. «Μουσική είναι

αυτό το βάρβαρο πράγμα;». Ο Ευαγγελάτος την έβρισκε θαύμα και ήταν

ενθουσιασμένος, την ίδια στιγμή που πολλοί από το κοινό αποδοκίμαζαν θορυβωδώς

τον Στραβίνσκι. «Αναφέρω αυτό το γεγονός, γιατί έζησα έντονα το πώς, όταν δεν

έχεις ανεπτυγμένο αισθητήριο για κάτι καινούργιο, δεν το καταλαβαίνεις και

πέφτεις εύκολα στην παγίδα της άδικης ή της εύκολης κριτικής. Σήμερα ο

«Πετρούσκα» είναι ένα κλασικό κομμάτι του 20ού αιώνα».

Με βαθιά συνδεδεμένη τη ζωή της με τη μουσική, η Πολυξένη Ματέυ έχει μέχρι

σήμερα να το λέει πως η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν της έσωσε αυτήν ακριβώς τη

ζωή. «Το 1924 βρισκόμασταν με τη μητέρα μου στη Ζυρίχη και επρόκειτο την

επομένη να ταξιδέψουμε για το Λουγκάνο. Πληροφορηθήκαμε όμως ότι το ίδιο βράδυ

παιζόταν η «Ενάτη» ­ που εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ μου ­ και προκειμένου να

παρακολουθήσουμε τη συναυλία, αναβάλαμε το ταξίδι. Την επομένη μάθαμε ότι το

τρένο με το οποίο θα ταξιδεύαμε συγκρούστηκε με άλλο τρένο, με αποτέλεσμα

εκατοντάδες άνθρωποι να καούν ζωντανοί και άλλοι τόσοι να τραυματιστούν».

Ο ΓΑΜΟΣ

Η Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν μια πολιτιστική όαση για την Πολυξένη Ματέυ,

που έδειχνε τελείως εγκλιματισμένη στο γερμανικό περιβάλλον. Το 1925 και αφού

έχει πάρει το δίπλωμά της ως σολίστ του πιάνου, γνωρίζει τον μετέπειτα άνδρα

της, Ματέυ, ζωγράφο, γραφίστα και καθηγητή στην Ακαδημία Γραφικών Τεχνών και

Βιβλίου της Λειψίας. Το ζευγάρι εγκαθίσταται τρία χρόνια αργότερα στο Βερολίνο

με την κοσμοπολίτικη και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα. Η Πολυξένη Ματέυ δίνει το

ένα ρεσιτάλ μετά το άλλο. Μάλιστα, παίζει σε πρώτη εκτέλεση το Κοντσέρτο για

πιάνο, βιολί και ορχήστρα του Σκαλκώτα, το χειρόγραφο του οποίου της χάρισε ο

συνθέτης. «Δυστυχώς κάηκε μαζί με άλλα μου πράγματα κατά τους βομβαρδισμούς

του Βερολίνου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αντίγραφό του δεν βρέθηκε».

Τον Δεκέμβριο του 1930, προσκεκλημένη του Ωδείου Αθηνών για να παίξει ως

σολίστ το Κοντσέρτο αριθμός 2 του Λιστ, ξαναβλέπει την Ελλάδα μετά απουσία

εννέα χρόνων. Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Γιατί κλαις»; τη ρώτησε ο

πιανίστας Σπύρος Φαραντάτος. «Κλαίω από συγκίνηση για την ομορφιά της

Ελλάδας», του απάντησε. Και εκείνος: «Καλά, κάθησε τρεις εβδομάδες και μετά θα

φύγεις τρέχοντας».

Έμεινε 66 χρόνια και δεν το έχει καθόλου μετανιώσει. Εγκαταστάθηκε εδώ με τον

σύζυγό της που πρωτοέβλεπε τη χώρα καταγωγής και των δικών του προγόνων με το

μάτι του ζωγράφου…



Με τον Καρλ Ορφ, το ’35

ΜΕ ΤΗΝ επιστροφή της στην Ελλάδα, εργάστηκε για τρία χρόνια στη σχολή χορού

της εξαδέλφης της Κούλας Πράτσικα. «Με απασχολούσε το γεγονός ότι πραγματική

κουλτούρα δεν μπορεί να υπάρξει ­ όπως ακριβώς μια πυραμίδα δεν μπορεί να

είναι ψηλή ­ αν δεν έχει πλατιά βάση. Κι εκείνη την εποχή στην Αθήνα…».

Την πρώτη πικρή γεύση τής κρατούσας κουλτούρας η Πολυξένη Ματέυ τη γεύτηκε

όταν κλήθηκε από το «Βασιλικό Θέατρο» να χορογραφήσει την κίνηση του

«Ιππόλυτου» σε μουσική Δημήτρη Μητρόπουλου. «Έδωσα στα δυο ημιχόρια βήμα στο

ρυθμό του τσάμικου. Την άλλη μέρα, ο Γιώργος Βλάχος στην «Ακρόπολη» δημοσίευε

τον πρωτοσέλιδο, πικρόχολο και προγονόπληκτο τίτλο: «Τσάμικο υπό τον Παρθενώνα»».

Ο ΟΡΦ

Το 1935, οι ανησυχίες της βρήκαν τον δάσκαλό τους. «Βρέθηκα στο Μόναχο, όπου

και γνώρισα τον Καρλ Ορφ. Έναν πολυτάλαντο άνθρωπο, με ευρύτατο πνεύμα και

ακαταμάχητο χιούμορ. Εκείνος μου είπε: «Αν θέλεις να κάνεις πραγματική

αισθητική αγωγή, βασισμένη στο λόγο, το μέλος και την κίνηση, πρέπει να

αρχίσεις από τη μικρή ηλικία. Σήμερα έρχεται η ψυχολογία και λέει τα ίδια.

Αυτά που εμείς ξέρουμε από την εμπειρία μας».

Κι αυτή η εμπειρία λέει ότι η δεκτικότητα του μυαλού των παιδιών από τα έξι

μέχρι τα δέκα τους χρόνια, είναι τόσο μεγάλη, που τα βιώματα που αποκτούν

είναι αποφασιστικής σημασίας για όλη τους την εξέλιξη. Σήμερα αυτά είναι

γνωστά. Τότε δεν ήταν».

Επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε το 1938 τη Σχολή Ματέυ. Η ίδια ήξερε καλά

πιάνο, είχε και μια μουσική ευαισθησία, αλλά πάνω απ’ όλα είχε ως αρχή ότι στα

παιδιά δεν δίνουμε κάτι να φάνε… κι ό,τι να ‘ναι. «Στο παιδί το κάθε τι που

θα του δώσεις πρέπει να είναι καθαρό, λαμπικαρισμένο και τίμιο. Να μην του

δώσεις Τσαϊκόφσκι, γιατί τι θα καταλάβει; Του δίνεις κάτι ανάλογο με τη

δεκτικότητά του και σιγά σιγά ανεβάζεις το επίπεδό του, πάντα με τη συμμετοχή

του. Το είπε ο Πλάτωνας, το είπε η Μοντεσόρι. Η έμπρακτη συμμετοχή του παιδιού

είναι η βάση της παιδαγωγικής».

Η ΣΧΟΛΗ

Δειλά στην αρχή, με πάθος αργότερα, τα παιδιά άρχισαν να συρρέουν στη σχολή

όπου σήμερα η Πολυξένη Ματέυ έχει τη χαρά να βλέπει τις δυο της εγγονές να

συνεχίζουν το έργο της. «Όλη μου η δραστηριότητα ανήκε στην αισθητική αγωγή

των παιδιών. Στους ήχους και τα χρώματα. Να μάθουν τα παιδιά να βλέπουν και ν’ ακούνε».

Το ’57 ο Καρλ Ορφ ήρθε στην Ελλάδα κι έφερε στην Πολυξένη Ματέυ τα πρώτα τεύχη

του «Σούλβερκ», της δημιουργικής δηλαδή έκφρασης μέσα από την πράξη στη

μουσική και την κίνηση. «Δοκίμασέ τα», της είπε, κι εκείνη τα δοκίμασε με

μερικά ξυλόφωνα που είχε. «Τα παιδιά τρελαίνονταν να παίξουν ένα σολ – μι.

Αλλά να το παίξουν τα ίδια. Όχι εσύ στο πιάνο». Τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε

το πρώτο, στο Σάλτσμπουργκ, σεμινάριο για 27 μουσικοπαδαιγωγούς του συστήματος

Ορφ από όλο τον κόσμο. Η επόμενη χρονιά τη βρήκε να διδάσκει σ’ αυτά τα

σεμινάρια. Γιατί αυτή, μόνη, εκτός από την καλή μουσική που ήξερε, έφερε στο

σύστημα κι ένα άλλο στοιχείο: τους ελληνικούς ρυθμούς. Την ίδια την Ελλάδα. «Η

οποία στο εξωτερικό, όσο κι αν δεν το αντιλαμβάνονται ορισμένοι, έχει πέραση.

Αρκεί να είναι αυθεντική».


ΑΝ ΞΑΝΑΡΧΙΖΕ τη ζωή της θα έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Τίποτα λιγότερο,

τίποτα περισσότερο. Κι αν γινόταν να μετενσαρκωθεί, θα παρακαλούσε να της

δινόταν η δυνατότητα να δουλέψει και πάλι με παιδιά. «Είναι εξόχως ενδιαφέρον.

Τα παιδιά μού χάρισαν το μεγάλο δώρο, του να μου επιτρέπουν να κάνω τα λάθη

μου, να μαζεύω τις εμπειρίες μου και να πλουτίζω από τη δική τους φαντασία».

Η ζωή μας, πιστεύει η Πολυξένη Ματέυ, είναι σαν ένα μεγάλο δέντρο, γεμάτο

λουλούδια και καρπούς. «Σε μας εναπόκειται να τα δούμε, να τα γνωρίσουμε, να

τα μυρίσουμε, να τα γευτούμε.

Το ποτήρι της ζωής ­ το πιστεύω αυτό ­ είναι πάντα μισογεμάτο. Οι αντιξοότητες

έχουν κι αυτές το νόημά τους. Σε μαθαίνουν να… μαθαίνεις».

Ειδικά οι γυναίκες, λέει, δύο πράγματα δεν μπορούν να εξορίσουν από τη ζωή

τους. Πρώτον, είναι ο έρωτας. Δεύτερον, ο τόκος. «Η φύση μας χάρισε ένα

προνόμιο έναντι των ανδρών: τη δυνατότητα να εγκυμονούμε, να γεννάμε, να

θηλάζουμε. Κι αυτό είναι το προνόμιο που πρέπει ο φεμινισμός να αξιοποιήσει».

Δεν έχει αυταπάτες. Γεννήθηκε και έζησε σε συνθήκες προνομιακές. «Δεν είμαι

τυφλή. Μεγάλωσα σ’ ένα θερμοκήπιο. Δεν με άγγιξε ποτέ η ανέχεια, η ανεργία, η

ασχήμια. Απολύτως αναγνωρίζω ότι είναι ανάγκη για μια άλλη κατανομή παγκοσμίως

του πλούτου που θα εξυπηρετεί την έννοια του δικαίου».

Είναι όμως κατηγορηματική ότι η αγωγή και η κουλτούρα δεν είναι θέμα χρημάτων.

«Τα πραγματικά λαϊκά στρώματα έχουν μια θαυμάσια κουλτούρα. Μεγάλο μέρος της

υπαίθρου τη διατηρεί ακόμη. Αυτό που δεν ανέχομαι είναι η καλοπέραση δυτικού

τύπου, τύπου Κόκα Κόλας και αηδίες που διαφθείρουν τον άνθρωπο».

Δεν θέλει να θυμίσει τον Σεφέρη, αν και τόσα πολλά πράγματα την πληγώνουν στην

Ελλάδα. «Πιστεύω ότι ο Θεός δεν θ’ αφήσει αυτή τη ράτσα να αυτοκαταστραφεί.

Δεν είμαι ούτε ξενόφοβη, ούτε σοβινίστρια. Τα περί απογόνων του Περικλέους δεν

μ’ αγγίζουν. Ωστόσο, έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες ως λαός, με τα προτερήματα

και τα ελαττώματά μας και θέλω… απαιτώ… αυτή τη ρότα να μην την πουλήσουμε

στην Κόκα Κόλα».

Ελπίζει ότι θα βρεθούν κύκλοι νέων ανθρώπων ­ τους αναγνωρίζει ανάμεσα σ’

αυτούς που φυτεύουν δένδρα, νοιάζονται για την προστασία του περιβάλλοντος και

της θάλασσας ­ που θ’ αντιδράσουν σ’ αυτόν τον κατήφορο. Αν και η Παιδεία μας

ήταν καλύτερη… «Η Παιδεία μας υπνώττει. Μάλλον κάτι χειρότερο: κάνει ζιγκ

ζαγκ. Λες και τα πάντα έχουν εγκλωβιστεί στις εξετάσεις των παιδιών.

Εξετάσεις, εξετάσεις. Από τη σελίδα τάδε μέχρι τη σελίδα τάδε. Είναι δυνατόν;…».