«Οι κινήσεις που θα γίνουν από τώρα και μέχρι το τέλος του προγράμματος, στα τέλη Αυγούστου, θα καθορίσουν αν η Ελλάδα θα μπορεί να έχει μια καθαρή και βιώσιμη έξοδο».

Τη θέση αυτή διατύπωσε σε άρθρο του ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και της Eurobank Νίκος Καραμούζης (φωτογραφία) στην εφημερίδα «Wall Street Journal», επισημαίνοντας την ανάγκη να διατηρηθεί η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, να ληφθούν εγκαίρως οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά και να αποφασιστεί έως τον Αύγουστο η πλήρης άρση των capital controls.

Στο άρθρο που έχει τον τίτλο «Είναι η Ελλάδα έτοιμη να σταθεί στα πόδια της;» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών επισημαίνει ότι «η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς εφάρμοσε, καθ’ υπόδειξιν των δανειστών, μια πλειάδα από σημαντικές μεταρρυθμίσεις». Ομως, όπως τονίζει, το βασικό ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα είναι έτοιμη να σταθεί στα πόδια της χωρίς βοήθεια.

«Μόνο με διατηρήσιμη ανάπτυξη, πολιτική υπευθυνότητα και δέσμευση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, τη δημιουργία ενός φιλικού προς τις αγορές και τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και απαρέγκλιτη συνέπεια στη δημοσιονομική σταθερότητα, μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος» επισημαίνει.

Ο Νίκος Καραμούζης εξηγεί επίσης ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει από την πλευρά τους να πείσουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την επενδυτική κοινότητα για τη χρηματοοικονομική υγεία και ισχύ του τραπεζικού συστήματος. «Η χώρα δεν μπορεί να πάει μπροστά και να έχει μια καθαρή έξοδο από την κρίση εάν διατηρούνται αμφιβολίες για την υγεία του τραπεζικού της συστήματος».

Σε άλλο σημείο κάνει αναφορά στο χρέος και τονίζει πως για να μειωθεί η αβεβαιότητα των αγορών, οι δανειστές θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, όχι αργότερα από το πρώτο εξάμηνο του 2018. «Χρειαζόμαστε μια τελική συμφωνία για το χρέος που θα το καθιστούσε βιώσιμο στα μάτια των αγορών, ενώ παράλληλα θα κρατούσε τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους για τη χώρα μας σε διατηρήσιμα επίπεδα μακροχρόνια» αναφέρει και προσθέτει ότι κατά τους επόμενους έξι μήνες, μέχρι να λήξει επισήμως το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής στήριξης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να παραμείνει ενεργά εμπλεκόμενο στο πρόγραμμα.

«Οι αγορές πρέπει να δουν ότι το ΔΝΤ συμφωνεί και εγκρίνει τόσο τη βιωσιμότητα της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους όσο και την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος μετά τα stress tests. Μια αρνητική δημόσια στάση του θα έθετε σε κίνδυνο την προοπτική καθαρής εξόδου από το Μνημόνιο».

Καλεί μάλιστα την ελληνική κυβέρνηση όσο και την αξιωματική αντιπολίτευση να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους ότι θα σεβαστούν τους δημοσιονομικούς στόχους που προβλέπουν ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού. «Κάθε συζήτηση για αναθεώρηση αυτών των στόχων ή αλλαγή του μείγματος θα πρέπει να αναβληθεί μέχρι η εμπιστοσύνη των αγορών να έχει πλήρως αποκατασταθεί» συμπληρώνει.

Τέλος, σε σχέση με την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, λέει ότι η Ελλάδα οφείλει να άρει όλους τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων μέχρι τον Αύγουστο, καθώς κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της, οδηγώντας και σε βελτίωση της διεθνούς πιστοληπτικής διαβάθμισής της.