Τα στεγαστικά δάνεια αποτελούσαν για τις τράπεζες τα πλέον ασφαλή δάνεια, ωστόσο η παρατεταμένη κρίση, η έκρηξη της ανεργίας, η μείωση των εισοδημάτων και οι υψηλές υποχρεώσεις των πολιτών σε φόρους άλλαξαν αυτό το δεδομένο και ήδη από τις αρχές του 2017 και ενώ οι τράπεζες προχωρούν σε μια σειρά ενεργειών για να ανακόψουν συνολικά την αύξηση των κόκκινων δανείων, για πρώτη φορά σημειώθηκε αύξηση των κόκκινων στεγαστικών.

Η δημιουργία της νέας αυτής γενιάς κόκκινων δανείων προβληματίζει τόσο τις τράπεζες όσο και την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς οι πλειστηριασμοί που αποτελούν την απειλή προς τους δανειολήπτες δεν μπορούν να αποτελέσουν την μόνη λύση για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, με δεδομένο ότι ο στόχος είναι να σταματήσουν οι νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών τους επόμενους μήνες.

Στην ετήσια έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος στις αρχές Ιουλίου, ο επικεφαλής της Γιάννης Στουρνάρας έδωσε το στίγμα σημειώνοντας ότι «σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο». Μάλιστα, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η αδυναμία των δανειοληπτών στεγαστικών δανείων αποκτά πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά.

Ηδη τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το 42,2% του συνόλου των δανείων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ένα στα τρία στεγαστικά που παρουσίασαν καθυστέρηση αφορά δάνειο για τα οποίο ο κάτοχός του έχει κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας.

Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο, καθώς από τα καθυστερούμενα στεγαστικά αυτά που ξεπερνούν τα δύο χρόνια αγγίζουν το 58%, χωρίς να έχουν υπολογιστεί όσα έχουν καταγγελθεί, ενώ το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων με καθυστέρηση άνω του ενός έτους φτάνει το 77,9% όταν ο μέσος όρος όλων των κατηγοριών είναι στο 73,7%.