Την υπερφορολόγηση των ελλήνων ιδιοκτητών ακινήτων με «επιδόσεις», που κατατάσσουν τη χώρα μας στην 5η θέση ανάμεσα στους 28 της Ευρωπαϊκής Ενωσης, επιβεβαιώνει νέα έκθεση της Κομισιόν.
Ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας που καταβάλλουν οι έλληνες ως φυσικά πρόσωπα αντιστοιχεί στο 1,56% του ΑΕΠ, την ώρα που ο μέσος ευρωπαϊκός όρος βρίσκεται μόλις στο 0,89% του ΑΕΠ. Τα στοιχεία καταδεικνύουν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά εξαιτίας, όπως αναφέρεται στην έκθεση, των αλλεπάλληλων επιβαρύνσεων που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσης στις χώρες που αναζητούσαν σημαντική άνοδο των κρατικών εσόδων.

Επιπλέον στη χώρα μας, όπως άλλωστε στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, δεν επιβάλλεται φόρος επί του «πλούτου», ο οποίος αφορά τη φορολόγηση του συνόλου της περιουσιακής κατάστασης των πλούσιων φυσικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένης πάσης μορφής ιδιοκτησίας (όχι μόνο ακίνητης) και αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά τις ανισότητες.

ΑΔΙΚΙΕΣ. Παράλληλα, στην Ελλάδα οι φορολογούμενοι επιβαρύνονται περαιτέρω, καθώς η χώρα ανήκει σε μια μικρή ομάδα μελών της ΕΕ στις οποίες, όπως επισημαίνει στέλεχος της επιτροπής που συμμετείχε στη σύνταξη της έκθεσης, ο υπολογισμός του φόρου ακίνητης περιουσίας «γίνεται με την ξεπερασμένη μέθοδο της εκτίμησης επί αντικειμενικών αξιών, δημιουργώντας στρεβλώσεις και αδικίες».

Οι διαπιστώσεις της έκθεσης υποδεικνύουν εμμέσως την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να κινηθεί η φορολογική πολιτική της χώρας και τις διορθωτικές κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν προκειμένου να μειωθούν τα φορολογικά βάρη των νοικοκυριών, κάτι που λαμβάνει υπόψη της η κυβέρνηση, καθώς υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης σχεδιάζει την αποσύνδεση του Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων (ΦΜΑ) από τις αντικειμενικές αξίες και την επιβολή του επί της πραγματικής τιμής πώλησης του ακινήτου.

«Ο τρόπος υπολογισμού της αξίας της ακίνητης περιουσίας με στόχο τη φορολόγησή της αποτελεί ζήτημα που προκαλεί συζητήσεις πανευρωπαϊκώς» επισημαίνουν στελέχη της Κομισιόν. «Πολλές φορές η αξία που φορολογείται απέχει από την αγοραία αξία, δημιουργώντας ένα άδικο σύστημα φορολόγησης για τους ιδιοκτήτες» επεξηγούν. Στην περίπτωση της Ελλάδας μια δικαιότερη αντιμετώπιση, η οποία θα προέβλεπε την εξίσωση των αντικειμενικών τιμών με τις πραγματικές, ή έστω εκλογίκευσή τους συγκριτικά με το σημερινό τους επίπεδο, στον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ παραμένει στα χαρτιά μέχρι το 2016.
Μάλιστα, οι ελληνικές επιδόσεις στη φορολογία των ακινήτων, οι οποίες έφταναν μόλις σε 0,4% του ΑΕΠ το 2010, ξεπερνούν αρκετά τις αντίστοιχες άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες χτυπήθηκαν επίσης σφοδρά από την κρίση.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για την Πορτογαλία, όπου ο φόρος ακίνητης περιουσίας για τα φυσικά πρόσωπα αντιστοιχεί στο 0,9% του ΑΕΠ, και την Κύπρο (στο 0,7% του ΑΕΠ), ενώ ακόμη και η Ιταλία (1,52% του ΑΕΠ) κινείται χαμηλότερα της Ελλάδας, παρότι συγκαταλέγεται στις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία και Κύπρος) στις οποίες επιβλήθηκαν αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία εν μέσω κρίσης.

Μόνο η Ισπανία από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με τον φόρο επί της ακίνητης περιουσίας να αντιστοιχεί στο 1,77% του ΑΕΠ, ξεπερνά στις επιδόσεις της χώρας μας.

Ανισότητες. Εντύπωση προκαλεί η διαπίστωση της έκθεσης ότι μόνο δύο ευρωπαϊκές χώρες επιβάλλουν φόρο επί του «πλούτου», γεγονός που επεξηγεί την όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων ανά την Ευρώπη και καθιστά ενδεχομένως ακόμη πιο επιτακτική τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

Οι κάτοχοι υψηλών ποσοστών πλούτου παραμένουν στο απυρόβλητο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Εξαίρεση αποτελούν η Γαλλία και η Ισπανία. Ανάλογες, αλλά όχι πλήρεις, προβλέψεις υπάρχουν σε Ιταλία και Ολλανδία, στις οποίες, πάντως, η απόδοση είναι υψηλότερη από ό,τι σε Γαλλία και Ισπανία.