Βουλευτής Μεσσηνίας – προέδρος της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής

Το προτεινόμενο σχέδιο ρύθμισης δανειακών οφειλών που είδε το φως της

δημοσιότητας έχει διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιχειρείται

τακτοποίηση όλων των παρανομιών και αυθαιρεσιών που έχουν διαπράξει μερικές

τράπεζες μέχρι σήμερα εις βάρος των δανειοληπτών.

Το τραπεζικό σύστημα πρέπει να διαχωριστεί στο κρατικά ελεγχόμενο και σε αυτό

που ελέγχεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο διαχωρισμός αυτός έχει ιδιαίτερη

σημασία, εάν λάβουμε υπόψη το παράδειγμα μεγάλης ιδιωτικής τράπεζας, η οποία

τακτοποίησε όλα τα δάνεια με εκκρεμότητες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που είχε

στο χαρτοφυλάκιό της κατά τρόπο ικανοποιητικό και για τις δύο πλευρές, σύμφωνα

με ακριβείς πληροφορίες.

Απομένει όμως η τακτοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των δανείων που

διαχειρίζονται οι κρατικές τράπεζες και κυρίως η Εθνική – (Κτηματική) και η

Εμπορική. Οι δύο αυτοί τραπεζικοί όμιλοι είναι οι πρωταίτιοι των «αυθαιρεσιών»

που έχουν συντελεσθεί επί σειρά ετών εις βάρος των δανειοληπτών των ελληνικών

επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων όλων των κλάδων. Και

τούτο διότι είχαν την ευχέρεια να υπαγορεύουν νομοθετικές ρυθμίσεις και να

βρίσκονται στο απυρόβλητο λόγω των στενών σχέσεων που είχαν οι εκάστοτε

διορισμένες διοικήσεις τους με την κεντρική εξουσία. Αυτά όμως συνέβαιναν σε

άλλες εποχές.

«Δημόσιο συμφέρον»

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να ταυτιστούν με το κράτος και το «δημόσιο

συμφέρον» όπως το αντιλαμβάνονταν επί κυβερνήσεων της Δεξιάς, που

ωραιοποιούσαν τους ισολογισμούς τους με πλασματικές οφειλές και εμφανίζονταν

ως «κράτος εν κράτει», ενώ στην πραγματικότητα το συμφέρον των τραπεζών

αποτελεί «στενό συμφέρον» των πιστωτικών ιδρυμάτων και δημόσιο συμφέρον είναι

το συμφέρον των πολιτών και των συναλλασσομένων. Αυτή είναι η ορθή τοποθέτηση

που πρέπει να γίνει για τις τράπεζες.

Η καθημερινή πρακτική των τραπεζών στηρίχθηκε στη δεσπόζουσα θέση που είχαν

έναντι των συναλλασσομένων πελατών τους, με καταχρηστικούς όρους που

εκμεταλλεύτηκαν κατά το δοκούν και με ποικιλία άλλων τεχνασμάτων και

αυθαιρεσιών.

Έτσι, το 1980 επί κυβερνήσεως Ν.Δ. κατάφεραν να επιβάλουν την έκδοση της

289/80 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής και να εφαρμοστεί το επαχθές

σύστημα του ανατοκισμού, χωρίς περιορισμούς ακόμα και στα παλαιά δάνεια που

δεν προβλέπονταν ρήτρες ανατοκισμού. Το προνομιακό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε

προς όφελος των τραπεζών και όταν ακόμα έπαψαν να υφίστανται οι λόγοι για τους

οποίους επεβλήθη, δηλαδή μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων.

Η ίδια πρακτική εφαρμόστηκε και το 1987 με την ΠΔΤΕ 1183/1987, αφού λίγο

αργότερα οι τράπεζες, μονομερώς και αυθαίρετα, κατάργησαν τις ρήτρες που

προέβλεπαν διοικητικό καθορισμό των επιτοκίων στα προγενέστερα δάνεια και

απελευθέρωσαν και αυτή την κατηγορία των επιτοκίων παρά το γεγονός ότι η

Τράπεζα της Ελλάδος εξακολούθησε να καθορίζει, με σειρά αποφάσεών της, το ύψος

του επιτοκίου για τα δάνεια της κατηγορίας αυτής, ανάλογα με την οικονομική

συγκυρία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εθισμένες πλέον στην αυθαιρεσία, οι

ελληνικές τράπεζες μετέβαλαν τα επιτόκια της κατηγορίας των διοικητικά

καθοριζόμενων, των οποίων έκαναν χρήση όλες οι μικρές επιχειρήσεις.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τράπεζες προέβησαν σε αυτή την παρανομία εν γνώσει

τους, διότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και επιστολές τους, η πολιτεία

δεν κάλυψε τις ενέργειές τους νομοθετικά, κάτι που επιχειρείται σήμερα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες μετέβαλαν μόνο τα επιτόκια των δανείων

ιδιωτών και ιδιωτικών επιχειρήσεων, αφού η απόπειρά τους να αναπροσαρμόσουν τα

επιτόκια δανείων των δημοσίων οργανισμών και των ΔΕΚΟ δεν τελεσφόρησε,

δεδομένου ότι έκρινε παράνομη την ενέργειά τους αυτή το Νομικό Συμβούλιο του

Κράτους με την αριθμ. 17/1990 γνωμοδότησή του. Έτσι έγινε δεκτή η ερμηνεία του

Ν.Σ.Κ. και οι ΔΕΚΟ, δηλαδή το Δημόσιο, απηλλάγησαν από το πρόσθετο βάρος των

οφειλών που θα είχαν.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις

μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους αγρότες και άλλους δανειολήπτες, και έτσι

άρχισε ο φαύλος κύκλος και ένας δικαστικός μαραθώνιος που αποτελεί στίγμα για

μια ευνομούμενη πολιτεία. Το ίδιο συνέβη και με την περίφημη κατηγορία

εκτοκισμού των τόκων, κοινώς «πανωτόκια».

Πόσο επιβαρύνονται

Το πόσον επιβαρύνονται τα δάνεια με τη μέθοδο του ανατοκισμού, γίνεται αμέσως

αντιληπτό με βάση αντίστοιχους πίνακες με εξάμηνο ανατοκισμό και χωρίς

ανατοκισμό.

Για παράδειγμα, δάνειο 20 εκατομμυρίων δρχ., με διάρκεια αποπληρωμής 20 ετών,

χωρίς ανατοκισμό και με την υπόθεση ότι ο οφειλέτης δεν κατέβαλε τίποτα

(ακραία περίπτωση), το υπόλοιπο της οφειλής σήμερα ανέρχεται στο ποσόν των

101.856.774 δρχ. μαζί με το αρχικό κεφάλαιο.

Στο ίδιο ποσόν δανείου 20 εκατ. με τον ίδιο χρόνο αποπληρωμής και εξάμηνο

ανατοκισμό και εάν ο οφειλέτης έχει καταθέσει το τετραπλάσιο και πλέον του

αρχικού κεφαλαίου (84 εκατ.) κατά διαστήματα, η οφειλή του σήμερα ανέρχεται

στο ποσόν 558.204.408 δρχ.

Το ίδιο παράδειγμα δανείου με ανατοκισμό ανά εξάμηνο και διοικητικό καθορισμό

επιτοκίου, χωρίς καμία καταβολή, το οφειλόμενο ποσόν ανέρχεται στο

1.324.829.575 δρχ. Ας αναλογιστεί ο καθένας πού θα έφθανε η οφειλή με τρίμηνο

ή μηνιαίο ανατοκισμό και με ελεύθερο υπολογισμό επιτοκίου κατά τη συνήθη

πρακτική των τραπεζών.

Έκρινα αναγκαία τα πιο πάνω παραδείγματα για να γίνει αντιληπτή η

καταχρηστικότητα της μεθόδου του ανατοκισμού.

Επιπλέον, οι τράπεζες ανεξαρτήτως τού τι έχουν εισπράξει μέχρι σήμερα ­ διότι

δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια ­ ζητούν να εισπράξουν με αφετηρία όχι το

αρχικό κεφάλαιο επί 2, 3 ή 4 φορές σύμφωνα με τις αρχικές κυβερνητικές

εξαγγελίες, αλλά με δικά τους «τερτίπια», διογκωμένες οφειλές, αδιαφανείς και

αδιευκρίνιστους υπολογισμούς. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφωνία.

Τελευταία είδαν το φως της δημοσιότητας θέσεις κορυφαίων τραπεζικών παραγόντων

ότι τάχα αν καταργηθεί ή περιοριστεί ο ανατοκισμός (πανωτόκια), θα διαταραχθεί

η βιωσιμότητα των τραπεζών.

Όμως αυτό είναι ανακριβές! Διότι, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 2076/1992 παρ.

1, «τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τον

εκτοκισμό δανείων μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών, κατά

το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι».

Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι εφόσον οι τράπεζες έχουν πράξει νομίμως και

δεν υπολογίζουν στους ισολογισμούς παρελθουσών χρήσεων παράνομα και

ανείσπρακτα ποσά οφειλών, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Κατά την προσωπική μου άποψη, πιστεύω ότι οι τράπεζες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά

τους για να μην τρωθεί το καθεστώς αλαζονείας που έχουν επιβάλει στην ελληνική

κοινωνία, στην πολιτεία και παντού!

Αυτό όμως το καθεστώς πρέπει να εκλείψει και οι τράπεζες να εκσυγχρονιστούν

και να εξυγιανθούν προς όφελος των Ελλήνων πολιτών, εν όψει μάλιστα του

μεγάλου ευρωπαϊκού επιτεύγματος της ΟΝΕ, που κατέκτησε η χώρα μας. Ακόμη, αν

θέλετε, επειδή μεσομακροπρόθεσμα συμφέρει και τις ίδιες τις τράπεζες η

τακτοποίηση των εκκρεμών υποθέσεων που λιμνάζουν και η εξομάλυνση των σχέσεων

με τους πελάτες τους.

Οι τράπεζες τηρούν στο χαρτοφυλάκιό τους και σήμερα δάνεια οφειλετών και

επιχειρήσεων που δεν έχουν ρήτρα ανατοκισμού. Η περίφημη υπόθεση που κρίθηκε

από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με τις αριθμ. 8&9/1998 αποφάσεις του,

κρίνοντας παράνομο και καταχρηστικό τον ανατοκισμό στις συμβάσεις που δεν έχει

τούτο συμφωνηθεί.

Σημασία έχει να δούμε τι έγινε στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο χειρισμός αυτός

αποτελεί παράδειγμα κακής διαχείρισης του προβλήματος.

Συγκεκριμένα, στο άρθρο 12 του Ν. 2601/98 νομοθετήθηκε να επιτρέπεται στις

τράπεζες ο αυτοδίκαιος ανατοκισμός όχι από την ημέρα ψήφισης του Νόμου, που

ούτε αυτό το δικαίωμα είχαμε για τις περιπτώσεις που δεν είχαν συνομολογήσει

τον όρο του ανατοκισμού, αλλά με αναδρομικότητα. Έτσι καταστρατηγήθηκαν οι

αποφάσεις του Αρείου Πάγου και κάθε έννοια δικαίου.

Γιατί όμως σήμερα οι τράπεζες κόπτονται να μην υπάρχει αναδρομική ισχύ για

τους δανειολήπτες στη ρύθμιση των οφειλών τους; Γιατί απλούστατα πλήττεται η

κερδοφορία τους. Ναι, αλλά έτσι δεν υπάρχει ισονομία και ισοπολιτεία. Δεν

υπάρχει δικαιοσύνη.

Στη συντριπτική πλειονότητα των δανείων των επιχειρήσεων αν εφαρμοστεί η

νομιμότητα το οφειλόμενο ποσό δεν ξεπερνά το τετραπλάσιο του ποσού που

χορηγήθηκε αρχικώς. Βασική προϋπόθεση πρέπει να είναι η επιβολή κανόνων

νομιμότητας στο πλαίσιο της ρύθμισης που θα εφαρμόσουν οι τράπεζες και να μην

καταλήξουμε σε ένα ψευδεπίγραφο νομοθέτημα έχοντας υπόψη και το προηγούμενο

παράδειγμα και ασφαλώς την όποια ολιγωρία μέχρι σήμερα.

Η μέθοδος του ανατοκισμού σήμερα έχει νομική υπόσταση παρά την

καταχρηστικότητά της, αφού το τραπεζικό σύστημα είναι ελεύθερο να

«διαπραγματευθεί» με τους πελάτες και να θέσει τους δικούς του όρους. Με τη

διαφορά ότι πρόκειται τελικά για σύμβαση αναγκαστικής προσχώρησης του αδαούς

και ανίσχυρου μέρους στον ιστό των όρων του πανίσχυρου γνώστη.

Επειδή «η διαπραγμάτευση» γίνεται από θέση ισχύος των πανίσχυρων από κάθε

άποψη τραπεζών, απέναντι στους ανενημέρωτους και βρισκόμενους σε απόλυτη

ανάγκη για δανεισμό δανειολήπτες, ιδίως αγρότες, μικρομεσαίους κ.λπ., οι

οποίοι χωρίς καμία νομική κάλυψη δεν αντιλαμβάνονται τους καταχρηστικούς όρους

(ψιλά γράμματα), αλλά και δεν έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν. Έτσι,

τα «πανωτόκια» τους πνίγουν, τους καταστρέφουν και μαζί με αυτούς σιγά-σιγά

καταστρέφουν και ποδηγετούν την εθνική οικονομία.

Παραπληροφόρηση

Ακόμη, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας η εκστρατεία παραπληροφόρησης

που επιχειρείται τελευταία με τον διαχωρισμό σε «συνεπείς» και «ασυνεπείς»

πελάτες των τραπεζών, επιχείρημα που προβάλλεται για υποβάθμιση του

προβλήματος και του πραγματικού αριθμού των πληττομένων συμπολιτών μας προς

απόκτηση «ερείσματος» της επιχειρηματολογίας των τραπεζών.

Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν, αφού το καρτέλ των τραπεζών στη χώρα μας με τη

λειτουργία του ακύρωσε όλα τα προσδοκώμενα οφέλη της «λεγόμενης» ελεύθερης

αγοράς και του υγιούς ανταγωνισμού;

Κατά την άποψή μου, βασική προϋπόθεση καταρχήν είναι η επαναφορά στο ισχύον

καθεστώς του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αλλά

και ο εκσυγχρονισμός και η εξυγίανση συνολικά του τραπεζικού συστήματος και η

επιβολή κανόνων νομιμότητας στα πλαίσια ρύθμισης που υποχρεωτικά θα εφαρμόζουν

όλες οι τράπεζες, με την ουσιαστική εποπτεία ελέγχου που ανήκει στην

αρμοδιότητα της Τραπέζης της Ελλάδος, τις κοινοτικές οδηγίες και τους νόμους

του κράτους. Αλλά και την ειλικρινή προσπάθεια των ουσιαστικά, στο μέλλον,

συμβαλλομένων μερών, για ανεύρεση της χρυσής τομής, προϋπόθεσης απαραίτητης

για την ευρυθμία και την ευνομία.

Διαφορετικά, θα συνεχίζονται στο διηνεκές η κοινωνική αναστάτωση, οι τριβές,

αλλά και η θεσμοθετημένη τοκογλυφία, και μάλιστα με την υπογραφή του

πελάτη-θύματος.