Γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής Ελλάδας

Ο 21ος αιώνας θα αποτελέσει την εποχή κατά την οποία όποιος δεν κατέχει ικανή

γνώση Πληροφορικής θα θεωρείται αναλφάβητος. Θα είναι εργαζόμενος με σημαντική

υστέρηση σε σχέση όχι μόνον με τους αντίστοιχους της Δ. Ευρώπης και της

Αμερικής, αλλά και με αυτούς των περισσότερο αναπτυσσόμενων χωρών.

Η πρώτη προτεραιότητα σήμερα της χώρας μας, δηλαδή η πορεία σύγκλισης της

οικονομίας μας με τις υπόλοιπες της Ε.Ε. προκειμένου να συμπεριληφθεί στην

Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), αναμφισβήτητα θέτει σαφείς

δημοσιονομικούς περιορισμούς στο κράτος και εμποδίζει την άμετρη σπατάλη των

δημοσίων εσόδων. Αυτό όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται όλοι να συνειδητοποιήσουμε

(με πρώτο το κράτος) ότι στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας πρέπει να είναι η

ενσυνείδητη χρήση και η εξοικείωση με τις τεχνολογίες της Πληροφορικής.

Ο ιδιωτικός τομέας, ιδίως στον ευαίσθητο κλάδο της υψηλής τεχνολογίας, έχει να

συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, ιδιαίτερα δε οι

επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία (ανάπτυξη λογισμικού, συναρμολόγηση

υπολογιστών κ.ά.).

Το κράτος πρέπει να διαμορφώσει σαφές και σταθερό φορολογικό πλαίσιο,

τουλάχιστον για μία δεκαετία. Η Πολιτεία θα πρέπει να επιδείξει περισσότερη

προσοχή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ώστε τα χρονίζοντα προβλήματα του

κλάδου να επιλυθούν, η αγορά να αναπτυχθεί περισσότερο και υγιέστερα και η

χώρα μας να συμπεριληφθεί στις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες.

Η Πληροφορική που αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, έναν από τους σημαντικότερους

κλάδους της ελληνικής οικονομίας, συνεισφέρει διπλά, τόσο άμεσα στη διαμόρφωση

του εθνικού προϊόντος όσο και έμμεσα στον εκσυγχρονισμό, τη βελτίωση της

παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα.

Ο κλάδος της Πληροφορικής στην Ελλάδα σήμερα συνεισφέρει περίπου 300 δισ. δρχ.

(εκτίμηση ΣΕΠΕ) στο ΑΕΠ, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν το 1997 18,3% σε σχέση με

14,3% το 1996. Ίσως αυτή η αύξηση να είναι και το πιο αισιόδοξο μήνυμα για την

Πληροφορική σε σχέση με το παρελθόν. Αντίθετα η δαπάνη για την Πληροφορική στη

χώρα μας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπολογιζόταν κατά το 1997 σε ποσοστό 9,54%, ενώ

ο μέσος όρος παγκοσμίως ήταν της τάξεως του 1,7%.

Ακόμα, τα παραπάνω ποσοστά ανέρχονταν κατά το 1990 σε 0,49% και 1,45%,

αντίστοιχα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η χώρα μας, αντί να πλησιάζει τους

διεθνείς ανταγωνιστές της σε δείκτες παραγωγικότητας, υπολείπεται σε βαθμό που

θα πρέπει να μας κάνει να ανησυχούμε.

Επίσης χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση σε είδη

Πληροφορικής στην Ελλάδα το 1997 ήταν στο εξαιρετικά χαμηλό ποσό των 85 ECU

(οδηγός ΕΙΤΟ ’98), όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 455 ECU, ενώ στην Ιαπωνία

748 ECU και στις ΗΠΑ 956 ECU.