Η πρόσφατη υποτίμηση της δραχμής αναδεικνύει δύο ζητήματα: το πρώτο αφορά στην

οικονομική διαχείριση, το δεύτερο στις μεγάλες οικονομικές επιλογές ­ την

ουσία της οικονομικής πολιτικής.Στο επίπεδο της διαχείρισης, η υποτίμηση

συνιστά ομολογία αποτυχίας. Είναι γνωστό τι συμβαίνει σε ένα οικοδόμημα όταν

καταρρέει ο ακρογωνιαίος του λίθος. Το είδαμε, εξ άλλου, στα πρόσωπα των

κυβερνητικών χειριστών τις τελευταίες μέρες.

Το μοντέλο διαχείρισης που ακολουθήθηκε ουσιαστικά κατέρρευσε τον περασμένο

Οκτώβριο, με αφορμή, αλλά όχι και αιτία, την κρίση στις χρηματαγορές της ΝΑ

Ασίας. Η διατήρηση σταθερής ισοτιμίας για τη δραχμή απαιτούσε πλέον υψηλά,

διψήφια επιτόκια.

Σε μια προσπάθεια να διασώσει ό,τι μπορούσε να διασωθεί, η κυβέρνηση

προσπάθησε να μας πείσει ότι η πορεία προς την υποτίμηση ήταν συντεταγμένη,

περίπου προγραμματισμένη, από τότε, ίσως και από νωρίτερα. Φάσκουν και

αντιφάσκουν. Η πρακτική τους έως και πολύ πρόσφατα υποδεικνύει το αντίθετο.

Ο δανεισμός

Μία κυβέρνηση που σχεδιάζει υποτίμηση δεν δανείζεται σε συνάλλαγμα. Στη δική

μας περίπτωση, ωστόσο, η κυβέρνηση δανείστηκε το τελευταίο τρίμηνο του 1997

πάνω από 2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας έτσι τα 8 δισ. δολάρια για όλο το 1997

και σπρώχνοντας το συνολικό εξωτερικό δημόσιο χρέος κοντά στα 30 δισ. δολάρια.

Και συνέχισε δανειζόμενη άλλο 1,5 δισ. δολάρια στους πρώτους δύο μήνες του

1998. Ούτε βεβαίως μια υπεύθυνη κυβέρνηση που σχεδιάζει υποτίμηση παρακινεί

μετ’ επιτάσεως τον ιδιωτικό τομέα να προβεί σε δανεισμό σε συνάλλαγμα, όταν

μάλιστα αυτός ο δανεισμός αγγίζει συνολικά τα 15 δισ. δολάρια. Ένα εξωτερικό

χρέος άνω των 45 δισ. δολαρίων, αντιπροσωπεύοντας το εν τρίτον του συνολικού

χρέους της χώρας και το 180% της αξίας των εξαγωγών μας, είναι μια πολύ σοβαρή

υπόθεση. Δεν είναι παίξε-γέλασε.

Τα προηγηθέντα

Μια κυβέρνηση που σχεδιάζει υποτίμηση και που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το

επιχείρημα της «χαμένης ανταγωνιστικότητας» που προκλήθηκε από την

υπερτιμημένη δραχμή, καθώς επίσης και το επιχείρημα της ανάγκης για

διαρθρωτικές αλλαγές που θα στηρίξουν τη νέα ισοτιμία, δεν στέλνει τον

σύμβουλο του Πρωθυπουργού να δίνει συνεντεύξεις με ακριβώς το αντίθετο

περιεχόμενο, ενάμιση μήνα πριν από την υποτίμηση1.

Αντιπαρερχόμεθα το κυβερνητικό επιχείρημα που αφορά το ύψος του πληθωρισμού

σημειώνοντας ότι τον περασμένο Οκτώβριο ο πληθωρισμός ήταν 4,7%, ενώ η

υποτίμηση έγινε με πληθωρισμό 4,4%.

Ο προϋπολογισμός

Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση μετά τον Οκτώβριο πήγαινε στα τυφλά. Ούτε

συντεταγμένη πορεία ούτε τίποτε. Βλέποντας και κάνοντας. Στου κασίδη το

κεφάλι… Τον Φεβρουάριο, ωστόσο και καθώς τα επιτόκια «έτρεχαν» τους δύο

πρώτους μήνες του 1998 κατά μέσο όρο με 12%, είχε πλέον να αντιμετωπίσει ένα

πολύ πρακτικό δίλημμα.

Ή θα συνέχιζε να ακολουθεί την πολιτική της σκληρής δραχμής με αποτέλεσμα ο

προϋπολογισμός του 1998, που συγκροτήθηκε στη βάση της υπόθεσης επιτοκίων

8,9%, να καθίσταται πρακτικά μη εκτελεστέος.

Ή θα υποτιμούσε το νόμισμα. Επέλεξε το δεύτερο. Στην οικονομική διαχείριση η

κυβέρνηση μένει μετεξεταστέα…

Τό έλλειμμα

Δημιουργείται όμως το ερώτημα. Γιατί η ελληνική οικονομία να επαναλαμβάνει

τους ίδιους, αδιέξοδους κύκλους, τα ίδια επώδυνα ταξίδια μεταξύ της Σκύλλας

των υψηλών επιτοκίων και της Χάρυβδης της υποτίμησης; Η απάντηση κατά τη γνώμη

μας, αλλά και τη γνώμη πολλών άλλων μελετητών ντόπιων και ξένων, δίδεται εάν

κανείς κοιτάξει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή ισοζύγιο πληρωμών, την

παραγωγική ακτινογραφία της χώρας. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών το 1997

ξεπέρασε τα 5 δισ. δολάρια από 4,5 δισ. δολάρια το 1996. Συγκεκριμένα, το

εμπορικό έλλειμμα το 1997 διαμορφώθηκε στα 18,8 δισ. δολάρια από 18,3 δισ.

δολάρια το 1996, ενώ το πλεόνασμα του ισοζυγίου άδηλων πόρων περιορίσθηκε στα

13,6 δισ. δολάρια το 1997 από 13,8 δισ. δολάρια το 1996.

Αυτό είναι το κύριο, το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας μας, η πηγή

της κακοδαιμονίας της, η αιτία των υποτιμήσεων. Ότι, δηλαδή, οι εισαγωγές

είναι υπερδιπλάσιες των εξαγωγών με την «ψαλίδα» διαρκώς να ανοίγει, ότι η

Ελλάδα πραγματοποιεί τις μικρότερες εξαγωγές απ’ όλα τα κράτη-μέλη της

Ευρωπαϊκής Ένωσης με την προτελευταία Πορτογαλία να πραγματοποιεί

υπερδιπλάσιες εξαγωγές απ’ ό,τι η χώρα μας, καθώς και ότι το μεγαλύτερο

μερίδιο των εξαγωγών μας αντιστοιχεί είτε σε προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής

είτε σε προϊόντα που έχουν υποστεί μια πρώτη μεταποίηση ­ δηλαδή προϊόντα

χαμηλής προστιθέμενης αξίας².

Τα ΚΠΣ

Αυτό όμως το παραγωγικό έλλειμμα, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, πού

οφείλεται; Το βέβαιον είναι ότι δεν οφείλεται σε έλλειψη πόρων. Τα τελευταία

δέκα χρόνια πακτωλός χρημάτων εισέρευσε στη χώρα υπό τη μορφή των Κοινοτικών

Πλαισίων Στήριξης. Τα 3,5 τρισ. δρχ. του Α’ ΚΠΣ ακολούθησαν τα 6 τρισ. δρχ.

του Β’ ΚΠΣ και αυτών έπονται τα 7 – 8 τρισ. δρχ. του Γ’ ΚΠΣ. Το πρόβλημα είναι

ότι η οικονομική χρήση αυτών των πόρων είναι αναποτελεσματική, αντιπαραγωγική

και αντιαναπτυξιακή γιατί χρησιμοποιούνται για έργα που δεν στοχεύουν στην

αναδιάρθρωση της παραγωγής μας δομής.

Είναι βέβαιον ότι άλλη θα ήταν η κατάσταση της υγείας της οικονομίας μας ­ και

της δραχμής ­ σήμερα εάν τα καταναλωθέντα, ή μάλλον κατακαταναλωθέντα, στο

αθηναϊκό λεκανοπέδιο ­ την πιο προβληματική και χρεοβόρο ΔΕΚΟ της χώρας ­

Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης είχαν, όπως στις χώρες της Ιβηρικής, έναν

περιφερειακό, αναπτυξιακό προσανατολισμό.

Οι περιφέρειες

Καθώς η οικονομική κρίση στη χώρα μας είναι δομική, το ίδιο δομική είναι και η

λύση, η έξοδος από την κρίση. Η ελληνική παραγωγικοποίηση όφειλε και οφείλει

να αναζητηθεί, όπως άλλωστε έγινε σε όλη την Ευρώπη, στην ανάπτυξη και τον

εκσυγχρονισμό των ιστορικών μας περιφερειών. Οι δέκα ιστορικές μας περιφέρειες

μπορούσαν και μπορούν να αποτελέσουν τους δέκα νέους πολιτικούς και

οικονομικούς πρωταγωνιστές σε μια Ελλάδα ευρωπαϊκή και γι’ αυτό πολυκεντρική,

που δεν θα ξαναχάσει το τρένο της Ιστορίας. Τα υπόλοιπα είναι νεοφιλελεύθερες

υποκρισίες ή δογματισμοί, ήπιοι ή σκληροί αλλά πάντως νεοφιλελεύθεροι, ή

κρατισμός. Και οι δύο οδηγούν την οικονομία σε μαρασμό και μετατρέπουν τον

ελληνικό λαό σε ένα σύγχρονο Σίσυφο χρεών, υποβάλλοντάς τον ταυτόχρονα σε

αλλεπάλληλα και οδυνηρά σοκ που όμως παραπέμπουν στην ψυχιατρική, όχι στην

πολιτική. Χθες 0 + 0 = 14, σήμερα -14 = 0 – 0 ισοπαλία.

ΟΝΕ και ευημερία

Όπως η συμμετοχή της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών δεν

εξασφαλίζει τη σταθερότητά της, έτσι και η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ δεν

εξασφαλίζει την ευημερία μας. Αντιθέτως. Χωρίς αναδιάρθρωση της παραγωγικής

μας δομής θα οδηγηθούμε στο περιθώριό της, σε ένα ρόλο φτωχού συγγενούς.

Από άποψη πολιτική και μορφωτική η υποτίμηση της δραχμής αποτελεί μέρος,

έκφραση και παρενέργεια της χρόνιας πλέον υποτίμησης εκ μέρους των επίσημων

πολιτικών εκπροσώπων της χώρας του νέου μεγάλου ιστορικού ραντεβού μας με τη

γεωοικονομία του Ευξείνου και των Βαλκανίων, απειλώντας το σοβαρά με ματαίωση.

Αντί Εγνατίας, Σπάτα. Και το «ανθ’ ημών Γουλιμής» του Χαριλάου Τρικούπη.

Οι ευθύνες

Για όλους αυτούς τους λόγους μια σοβαρή πολιτική στάση δεν μπορεί να

περιορισθεί στην απλή αντικατάσταση της διευθύνουσας επί των Οικονομικών

ομάδας της κυβέρνησης ­ αυτό είναι κάτι που αφορά τη δική τους ευθιξία. Μια

σοβαρή πολιτική στάση αναφέρεται κατ’ εξοχήν και αφορά τον πυρήνα, ολόκληρο

τον διευθύνοντα πολιτικογραφειοκρατικό και κομματικό συνασπισμό και τη

διοίκηση του υπαρκτού ΠΑΣΟΚ, που οφείλουν να αναλάβουν τις ιστορικές και

πολιτικές τους ευθύνες παραιτούμενοι. Ίσως να υπάρχουν ακόμα κάποια μικρά

περιθώρια μια νέα πενταμελής πολιτική γραμματεία να ξαναφέρει την πολιτική στο ΠΑΣΟΚ.

Οι κ.κ. Γάτσιος και Κηπουρός είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο

Αθηνών, και Βουλευτής Έβρου αντίστοιχα.