Η παράδοση της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας υποδέχεται τον Χρήστο Χρυσόπουλο. Τον Αύγουστο του 2012 αφέθηκε στο ανθρώπινο ρεύμα της ιερής για τους Ινδούς πόλης Βαρανάσι. Σκοπός του να μάθει πώς σκέφτονται οι «άλλοι», αλλά και πώς ο ίδιος αντέχει να απεκδυθεί τις δικές του συνήθειες, ελληνικές ή δυτικές και να κυλήσει σαν μία βαθιά ανάσα στο κέντρο της ύπαρξης των ανθρώπων της Ινδίας.

Εδώ και αιώνες το «Grand Tour» έχει κλείσει τα κεφάλαιά του. Με τους αγγλοσάξονες και δυτικοευρωπαίους νεαρούς αριστοκράτες να τιμούν τη γη κυρίως του Δάντη, τα ερείπια της Πομπηίας, τις βυζαντινές εκκλησίες της Ελλάδας, συνεχίζοντας προς τη Δαμασκό και ανεβαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να επιτελέσουν το πολιτισμικό τους προσκύνημα.

Ομως στο ξεκίνημα του Millennium του 2000 ένα ρεύμα της ταξιδιωτικής περιπλάνησης ωθούσε τον κόσμο να ανακαλύψει τα βάθη της Ασίας. Οι συνθήκες είχαν ευνοήσει ιδιαίτερα τα ταξίδια προς τις θάλασσες του Ινδικού Ωκεανού και οι πρώτοι ένθερμοι οπαδοί της new age φιλοσοφίας έβρισκαν αφορμές και αιτίες για μήνες περιήγησης στην Ινδία και την Ταϊλάνδη.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, στον καιρό της παγκόσμιας οικονομίας και των κραδασμών που δέχεται ο δυτικός τρόπος ζωής, η Ινδία εξακολουθεί να στέλνει ερεθίσματα στα εγκεφαλικά κύτταρα ταξιδιωτών όπως ο έλληνας συγγραφέας, ευαίσθητος στο να αφουγκράζεται τις διακυμάνσεις μιας διαφορετικής αλήθειας.

Οι σελίδες του βιβλίου του είναι ένα ημερολόγιο αναστοχασμών. «Λεύκωμα συναντήσεων» το αποκαλεί ο ίδιος καθώς προσπαθεί να θυμηθεί τα πρόσωπα εκείνου του ταξιδιού, αλλά και τις σκέψεις που οι ιστορίες τους άφησαν πάνω του. «Ενα ταξιδιωτικό βιβλίο, μολονότι ανοίγεται στον κόσμο είναι στην ουσία το πλέον ενδόμυχο αλλά και πολύσημο είδος του λόγου. Ο ταξιδιώτης-συγγραφέας λειτουργεί ερήμην του ως μυθοπλάστης, βιογράφος και σιωπηλός μάρτυρας. Κινείται στη μεθόριο. Οχι μόνο όταν διασχίζει έναν ξένο τόπο, αλλά και όταν γράφει: ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, στο αληθινό και το επιθυμητό, στην κίνηση και τη στάση, στον θαυμασμό και την επιφύλαξη. Ο συγγραφέας που ταξιδεύει κινείται ανάμεσα στην ενδοσκόπηση και την περιγραφή. Στο θάρρος και τον φόβο» γράφει ο Χρυσόπουλος στην εισαγωγική του τοποθέτηση.

Για να μάθεις έναν τόπο ξεκινάς από τις γεύσεις και τα αρώματά του. Μάλιστα οι απαγορευτικές οδηγίες είναι οι πρώτες που πρέπει ο μύστης να παραβιάσει για να εντοπίσει την ουσία. Και η ουσία της Ινδίας είναι οι κάστες, η «ζωή στο περιθώριο» και η αποδοχή μιας μοίρας που δεν αλλάζει, επειδή συμβαίνει για κάποιον λόγο. Ο ταξιδιώτης συγγραφέας όμως έχει μάθει να κάνει επιλογές και να δέχεται τις συνέπειές τους. Τάσσεται λοιπόν με την πλευρά των «ανέγγιχτων» και ένα πρωινό εισέρχεται στο πλήθος τους αναμένοντας την ελεημοσύνη μιας φούχτας χαλβά από σιμιγδάλι, απλώνοντας την παλάμη του…

«Στην άκρη του έρημου δρόμου, ανάμεσα σε δεκάδες Ινδούς ντυμένους με κουρέλια, ψηλούς γενειοφόρους σιχ και περαστικούς που έσκυβαν με περιέργεια, στεκόταν ένας τουρίστας ντυμένος με κούρτα, κρατώντας αποσβολωμένος έναν σβώλο χαλβά στο χέρι, ενώ όλοι τον περίμεναν να βάλει την μπουκιά στο στόμα. Τότε ξέχασα αμέσως κάθε οδηγία που είχα διαβάσει στο Lonely Planet, την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου να μην αρρωστήσω από το φαγητό και με μία αργή τελετουργική κίνηση γέμισα το στόμα με μια τεράστια μπουκιά ζεστού, αρωματικού και λεπτόκοκκου χαλβά. Με το πρώτο μάσημα όλοι λίκνισαν το κεφάλι με εκείνον τον κωμικό ινδικό τρόπο. Ολα πλέον συνεχίστηκαν όπως πριν. Ξαφνικά είχα γίνει αόρατος. Γύρισα την πλάτη και βάδισα πίσω προς το ξενοδοχείο με την αίσθηση ότι είχα κυριολεκτικά ένα κομμάτι της Ινδίας στο στόμα…».

Αν κάτι έχουμε μάθει από τα μαθήματα της γιόγκα, τις στάσεις διαλογισμού και τα διαφορετικά είδη αναπνοής –το πιο επιτυχημένο άυλο εξαγώγιμο αγαθό της Ινδίας –είναι η εξήγηση της φράσης που κοσμεί τους βουδιστικούς ναούς: «Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα». Αυτή η εκμηδένιση του χρόνου πλήττει τον συγγραφέα που έπειτα από ημέρες ταξιδιού με τρένο, πολύωρου βαδίσματος, λιτού φαγητού, αντιμετώπισης της υγρής ζέστης, ολοκληρώνει τη διανοητική και σωματική του άσκηση. Στο μεσοδιάστημα γοητεύεται από τις συνταξιδιώτισσες που χορεύουν στο τρένο, ξαφνιάζεται μία ημέρα στο μουσείο του Δελχί διαπιστώνοντας ότι τα αγάλματα των θεών μοιάζουν με τους Ινδούς στους δρόμους.

Στο «διά ταύτα» του Χρυσόπουλου, η περιπλάνησή του στην Ινδία τον ανάγκασε να ανατρέψει αυτό που αντιλαμβανόταν αρχικά ως δεδομένο. «Κάθε βήμα παράγει μια νέα και ενδιαφέρουσα ασάφεια» γράφει και φαίνεται ότι εκεί έμαθε τον εαυτό του.