Στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων ο δημοσιογράφος περιγράφει με «διεστραμμένη παρατηρητικότητα» ανθρώπους περιθωριακούς που συμπεριφέρονται ως μύστες μιας αδιατύπωτης θρησκείας.

Σπάνια ένα βιβλίο, και μάλιστα πεζογραφικό, δίνει με το «καλημέρα σας» στον αναγνώστη να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Η πασίγνωστη ρήση του Αρθούρου Ρεμπό «Εγώ είμαι ένας άλλος» ως τίτλος του βιβλίου του Δημήτρη Μανιάτη, σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του εξωφύλλου, που απεικονίζει λαϊκούς άνδρες σε πανηγύρι στις Μηλιές της αρχαίας Ολυμπίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επειδή συνιστά μια αντίφαση, καθρεφτίζει καίρια το βιβλίο στο σύνολό του. Ακριβώς γιατί ο Ρεμπό θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος ενός εξαγιασμένου τυχοδιωκτισμού, καταφάσκει νοερά στους λαϊκούς άνδρες της Νοτιοδυτικής Ελλάδας –έστω και αν οι τελευταίοι δεν θα υποψιαστούν ποτέ την ύπαρξή του.

Αλλωστε θα το χαρακτήριζε κανείς ως ένα λάιτ μοτίφ στο βιβλίο του Μανιάτη, όσο συγκλονιστικό και αν είναι ένα περιστατικό που καταγράφεται, να οσφρίζεσαι κι ένα αντίστοιχο που συμβαίνει δύο τετράγωνα παρακάτω ή σε μια άλλη ήπειρο.

Εμφανέστατο ότι ο Δημήτρης Μανιάτης με το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο βιάζεται να ξεφορτωθεί μια πείρα –άλλοτε βιωμένη και άλλοτε δάνεια, δεν έχει σημασία –ώστε να ελευθερώσει τον χώρο του, σίγουρος πως η δημοσιογραφική ιδιότητα θα του προσπορίζει γεγονότα και πείρες που θα ασφυκτιούσαν στη δημοσιογραφική τους αξιοποίηση. Επομένως η λογοτεχνία είναι το μόνο που απομένει, έστω και αν με άλλες προϋποθέσεις γράφει κανείς ένα δημοσιογραφικό κομμάτι και με άλλες ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Γεγονός που ο Μανιάτης φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει απολύτως. Ενώ σε όλα του τα διηγήματα παίζει τεράστιο ρόλο ένα εντυπωσιακό συχνά εύρημα, κανένα διήγημά του δεν πυργώνεται αποκλειστικά γύρω από το εύρημα αυτό. Χρησιμοποιούμε τη λέξη «εύρημα», αν και υποψιάζεται κανείς ότι είναι η ίδια η καθημερινότητα που αφτιασίδωτη του το έχει προσφέρει ή μάλλον ο ίδιος διαθέτει μια εξαιρετικά ακονισμένη, αλλά και διεστραμμένη, παρατηρητικότητα για να το προσέξει. Συχνά μάλιστα το εύρημα παραμένει αναξιοποίητο, σάμπως και η πραγματική λογοτεχνία να μην το χρειάζεται αφού είναι άλλες οι ποιότητες που απαιτούνται για να συγκροτηθεί μια καθαρόαιμη λογοτεχνική σελίδα.

Με αποτέλεσμα το εύρημα να κάνει την εμφάνισή του προς το τέλος του διηγήματος. Αν τώρα ταυτίζεται με την κορύφωση ενός σασπένς, είναι το μόνο στοιχείο που σε υποψιάζει πως το εύρημα υπήρξε η κινητήρια δύναμη για να γραφεί όλο το διήγημα. Ενα διήγημα που άλλοτε ανασαίνει φυσιολογικά μέσα στους όρους, όπως τους θέτει το τρομερό αυτό είδος –το διήγημα -, και άλλοτε παραμένει ένα απλό ενσταντανέ, σαν μια αγχώδης καταγραφή από τον ίδιο τον συγγραφέα ώστε να μην ξεχάσει κάτι πραγματικά πολύτιμο, που θα μπορέσει όμως να το αναπτύξει σε έναν πιο εύφορο χρόνο.

Βέβαια φαίνεται ότι τα διηγήματα έχουν γραφεί από έναν διανοούμενο, όσο κι αν υποδύεται με επιτυχία τον αποσυνάγωγο και όσο κι αν γίνεται εντελώς οργανική η χρήση, κυρίως ονομάτων, που δύσκολα θα τα φανταζόταν κανείς ως ήρωες σε περιβάλλοντα και σε ατμόσφαιρες όπως τις διαμορφώνει ο Μανιάτης. Είτε είναι ο σκηνοθέτης Κασσαβέτης είτε είναι ο ζωγράφος Νταλί. Ισως όμως αυτή να είναι και η πρόκληση για έναν σημερινό πεζογράφο, να συνταιριάξει τον Στράτο Διονυσίου με τον Νίκο Πουλαντζά, όπως για έναν πεζογράφο, για παράδειγμα τον Γιώργο Ιωάννου, στον οποίο φαίνεται να έχει θητεύσει γόνιμα ο Μανιάτης, το μετεμφυλιακό κλίμα της Ελλάδας ήταν η πιο δελεαστική λογοτεχνική του τροφή.

Αλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλα γραψίματα. Και ο Μανιάτης φαίνεται να θέλει να αποτελέσει έναν κρίκο σ’ αυτή την ηθολογική, συγγραφικά, συνέχεια της Ελλάδας, με τα συχνά απροσδόκητα σκαμπανεβάσματα, όπου οι συγγραφείς γίνονται ο πιο αυθεντικός καθρέφτης της κοινωνίας, έστω και αν κινούνται στα υπόγεια της ζωής.

Βεβαίως η λογοτεχνία δεν έχει να κάνει με την «κανονικότητα» και τους «κανονικούς» ανθρώπους, αν και συχνά μας έχει δώσει εξαίρετα δείγματα υψηλής συγγραφικής πνοής με ήρωες ανθρώπους συνηθισμένους (για παράδειγμα ο Αλκ. Γιαννόπουλος, ο Γεράσιμος Γρηγόρης, ο Πέτρος Γλέζος). Είναι ένα ερώτημα τι λογοτεχνικά ψάρια θα έπιανε ο Μανιάτης αν επέλεγε ως ήρωα έναν άνθρωπο που δεν θα ήταν ανάπηρος, που δεν θα είχε σκοτώσει, που δεν θα ήταν, με λίγα λόγια, περιθωριακός και αποσυνάγωγος. Και αν επιπλέον οι χώροι του δεν ήταν σεσημασμένοι, δηλαδή μπαρ, μπουρδέλα, πλατείες.