Παρά τις ενδεχόμενες εικασίες περί του αντιθέτου, το γεγονός ότι η «Νίκη» είναι βασισμένη στη ζωή της μητέρας τού Χρήστου Χωμενίδη, για εκείνον δεν έχει πολλή σημασία. Θα μπορούσε δηλαδή να μην το πει καν, ώστε να μη χρειάζεται ας πούμε να εξηγεί αν η κυκλοφορία και άλλων βιβλίων για το οικογενειακό περιβάλλον των συγγραφέων τους συνιστά σύμπτωση ή κάτι άλλο. «Μπορώ να σας πω χιλιάδες παρόμοια» λέει και μνημονεύει τη «Μάνα» του Μαξίμ Γκόρκι ή τον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα. «Και αν θέλετε, η διαφορά είναι ότι εγώ δεν έχω ανοιχτούς λογαριασμούς, δεν έγραψα με στόχο την κάθαρση μεταξύ εμού και των νεκρών, ούτε για να καταγγείλω, να συμφιλιωθώ μαζί τους».

Γιατί έγραψε τότε; Γιατί αισθάνθηκε κιβωτός ιστοριών προσώπων απελθόντων, που μόνο αυτός θα μπορούσε να διηγηθεί στην τετράχρονη κόρη του. Που με τα πολλά αποδείχθηκαν αρκετές για μυθιστόρημα. «Και όχι μαρτυρία, διότι με ενδιέφερε το πνεύμα, όχι το γράμμα του κόσμου αυτού».

Η «Νίκη» είναι η ιστορία ενός κοριτσιού γεννημένου σε μια οικογένεια αφοσιωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ενός κοριτσιού που αναπνέει αέρα εξορίας σε βρεφική ηλικία, χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα νωρίτερα από το συνηθισμένο ή που το σχεδόν πολυκομματικό σόι του αναμετριέται με την Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το μεγαλύτερο «κακό» που επιφυλάσσει σε ένα παιδί ένα τέτοιο περιβάλλον είναι, για τον συγγραφέα, να συμπεριληφθεί και εκείνο στις οικογενειακές ταλαιπωρίες, «να μην μπορέσει να πάρει αποστάσεις, ώστε να πλάσει τη δική του προσωπικότητα και αντ’ αυτού να καταλήξει γόνος, αχνή φωτοτυπία των γονιών του». Η Νίκη ωστόσο τα καταφέρνει με όπλο τον έρωτα, μήπως επομένως υπερβάλλουμε στην ασφυκτική δύναμη που αποδίδουμε στην Αριστερά; «Μα δεν είναι η Αριστερά που καταπιέζει, είναι οι συνθήκες» απαντά ο συγγραφέας. «Αν ένα συνομήλικό της παιδάκι μεγάλωνε σε περιβάλλον «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», θα έτρωγε άλλου τύπου καταπίεση στη μούρη».

Είναι επίσης κόρη του «Αντώνη», του Βασίλη Νεφελούδη, ιστορικού στελέχους της Αριστεράς, τον οποίο ο Χωμενίδης γνώρισε καλά. Τον περιγράφει σαν άνθρωπο «με ευρύ κοινωνικό spectrum», αναδειγμένο σε ηγετική μορφή του χώρου χάρη στην αξία του, όχι σε κάποια κομματική οδηγία. Ο μυθιστορηματικός γαμπρός του βέβαια είναι ένας δωσίλογος από εκείνους που η οικογένεια περιλαμβάνει σε διάφορες εκδοχές και που ο Χωμενίδης μοιάζει με την πένα του να προσπαθεί να κατανοήσει. Δεν είναι δηλαδή κάπως ολισθηρή έστω και η λογοτεχνική ψυχολογικοποίησή τους; «Μα, με όποιον χαρακτήρα καταπιάνεσαι» αποκρίνεται ο συγγραφέας «πρέπει να μπεις στη θέση του. Οχι για να τον αθωώσεις αλλά για να τον εξηγήσεις. Η ταινία «Η πτώση», για παράδειγμα, έδειχνε τον Χίτλερ από μέσα. Και, τέλος πάντων, δεν είναι έντιμο σε ένα βιβλίο να εξυμνούνται οι πατριώτες και οι υπόλοιποι να παρουσιάζονται ως σκιάχτρα».

Ισως για αυτό, όπως σημειώνει στις πρώτες σελίδες, αυθαιρετεί, ενίοτε καλλιτεχνικά, φιλοδοξώντας να φτάσει στο μεδούλι των γεγονότων. Σαν να πιστεύει ότι η λογοτεχνία ειναι ικανότερη να προσεγγίσει το παρελθόν: ναι, απαντά, σε ευτυχείς περιπτώσεις, είναι. Την πιο διεισδυτική κατά τη γνώμη του ανάλυση του Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ την πέτυχε ο Ντον Ντελίλο στο «Λίμπρα», γιατί «η λογοτεχνία βάζει την κάμερά της στις ψυχές των ανθρώπων». Ενα ελληνικό παράδειγμα; Το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου. Και, παρεμπιπτόντως, το «Persepolis» της Μαριάν Σατραπί μιλάει για ένα κοριτσάκι που η οικογένειά του συντάχθηκε με την επανάσταση και τους ήρθε ο Χομεϊνί. «Εκείνοι δεν ήταν αριστεροί, αλλά νομίζω ότι οι εμπειρίες τους έχουν εκλεκτικές συγγένειες με όσα γράφω στη «Νίκη»».