Κατασκοπεία μέσω του Διαδικτύου. Υποκλοπή τηλεφωνικών αρχείων. Κυβερνοπόλεμος. Ηλεκτρονικό έγκλημα. Ολικός έλεγχος των μεταδεδομένων μας. Η νέα, ελάχιστα κατανοητή ορολογία που εισβάλλει στην όλο και πιο περίπλοκη ζωή μας υπονοεί έναν νέου τύπου Μεγάλο Αδελφό, για τα καλά εγκατεστημένο στον υπολογιστή μας. Η υπόθεση Σνόουντεν το καταδεικνύει.

Σε έναν κόσμο όλο και περισσότερο αλληλοεξαρτώμενο, το ηλεκτρονικό έγκλημα είναι στενά συνυφασμένο με δύο μείζονες τομείς. Πρόκειται κατ’ αρχήν για τη βιομηχανική κατασκοπεία όπου το διακύβευμα είναι του επιπέδου των δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Εχουμε έναν αγχώδη αγώνα δρόμου μεταξύ των ικανοτήτων διείσδυσης και της ανάπτυξης πανίσχυρων / πανάκριβων συστημάτων ασφαλείας με απαραίτητη τη συνδρομή ταλέντων από τον κόσμο των χάκερ. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τα ζητήματα της εθνικής ασφάλειας. Και ενώ ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας εγείρει μέγιστα ηθικά και νομικά ζητήματα, τα πράγματα έχουν γίνει απείρως σοβαρότερα με την ανακήρυξη της πληροφορικής ως πεδίου ανοιχτού πολέμου. Πράγματι η διείσδυση στα ηλεκτρονικά συστήματα μιας αντίπαλης χώρας μπορεί να καταφέρει καίρια πλήγματα στην ασφάλειά της, από τα αμυντικά συστήματα μέχρι τη λειτουργία επικοινωνιακών δικτύων και ενεργειακών υποδομών. Το ίδιο και η διείσδυση στους υπολογιστές συγκεκριμένων στόχων, όπως οι ύποπτοι για τρομοκρατικές πράξεις.

Η ιστορία του Εντουαρντ Σνόουντεν που ξετυλίγει εδώ ο δημοσιογράφος της «Γκάρντιαν» Λουκ Χάρντινγκ θυμίζει θρίλερ που εξελίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Αρχίζει όταν ο 30χρονος κομπιουτεράς εγκατέλειψε πέρυσι την καλοπληρωμένη δουλειά του στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (ΝSΑ) των ΗΠΑ και τη φίλη του στον παράδεισο της Χονολουλού κουβαλώντας τέσσερις φορητούς υπολογιστές με απόρρητα έγγραφα που αποδείκνυαν την παρακολούθηση εκατομμυρίων πολιτών από τις μυστικές υπηρεσίες. Συνεχίζεται με την καταφυγή του στο Χονγκ Κονγκ, την παράδοση των αρχείων σε έναν αρθρογράφο της «Γκάρντιαν» εγκατεστημένο στο Ρίο και μια αντικαθεστωτική κινηματογραφίστρια, με τη σταδιακή δημοσίευση των αποκαλύψεων στον Τύπο, τέλος με τη χορήγηση πολιτικού ασύλου στη Ρωσία του Πούτιν. Εχοντας πλέον αυτοπαγιδευτεί στα χέρια του εχθρού, ο Σνόουντεν βρίσκεται σε ένα άγνωστο κρησφύγετο αντιμέτωπος με κατηγορίες περί κατασκοπείας στις ΗΠΑ και με ένα αβέβαιο μέλλον.

Πρόκειται αναμφίβολα για την πλέον εντυπωσιακή διαρροή απόρρητων πληροφοριών στα χρονικά, έργο ενός μάλλον συνηθισμένου τριαντάρη, ο οποίος μάλιστα διακρινόταν για τις ακραία συντηρητικές απόψεις του, τον εθνικισμό του, τη λατρεία του για τα όπλα και τη διατυπωμένη πεποίθηση ότι όλους αυτούς που αφήνουν να διαρρεύσουν κρατικά απόρρητα μέσω λ.χ. του Wikileaks «πρέπει να τους πυροβολούμε στ’ αρχίδια». Ακραίος Ρεπουμπλικανός ο Σνόουντεν, θεώρησε κάποια στιγμή ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές ελευθερίες των συμπολιτών του. Κατ’ άλλους ζήλωσε τη δόξα των κλασικών φυγάδων – κατασκόπων του παρελθόντος και οι υπερφίαλες δηλώσεις του ενισχύουν αυτή την άποψη. Οι συνέπειες της πράξης του συντάραξαν τους ηγέτες σε παγκόσμιο επίπεδο, από τον Ομπάμα και τον Κάμερον ώς την καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ, της οποίας το απόρρητο τηλέφωνο παρακολουθούνταν εντελώς ανόητα, «έτσι, απλώς επειδή μπορούσαν να το παγιδεύσουν».

Ο Εντουαρντ Σνόουντεν λοιπόν, νεαρός άσος της πληροφορικής που δεν είχε καν τελειώσει το κολέγιο, αποκαλύπτει αίφνης πώς χρησιμοποιεί η ΝSΑ τις νέες τεχνολογίες για να κατασκοπεύει ολόκληρο τον πλανήτη. Πρόκειται ασφαλώς για τον θάνατο της ιδιωτικότητας. Αλλά τα κεντρικά ερωτήματα παραμένουν: πρώτον, πώς είναι δυνατόν ένα τερατώδες πληροφοριακό μέγεθος να αξιοποιηθεί προς όφελος της εθνικής ασφάλειας και από τι είδους επιτελεία; Δεύτερον, δε, ποια είναι η γραμμή ισορροπίας μεταξύ ασφάλειας και ιδιωτικής ελευθερίας;

Ολα αυτά βέβαια αποκαλύπτουν το τεράστιο χάσμα των γενεών στα ζητήματα του Διαδικτύου καθώς αποκαλύπτεται ότι οι ηγέτες του κόσμου τούτου κυριολεκτικά δεν έχουν ιδέα για τα καλπάζοντα ζητήματα της τεχνολογικής αυτονόμησης, σε αντίθεση με τις νεότερες γενιές που ζουν και αναπνέουν μέσα από αυτά. Προκύπτει έτσι ποικιλία εγκληματικών προϊόντων που διακινούνται από κοινωνικά απροσάρμοστους, πλην ηλεκτρονικά υπερκαταρτισμένους εφήβους, προϊόντα εκφοβισμού, παραβίαση των αντιιικών συστημάτων και εκβίαση ανυποψίαστων χρηστών του Διαδικτύου ή ακόμη εκδουλεύσεις και διείσδυση πρακτόρων στα παράνομα δίκτυα. Συχνά οι ρόλοι μπλέκονται τόσο πολύ που οι καλοί μπάτσοι του Διαδικτύου μεταβάλλονται σε μοχθηρούς χάκερ και οι τελευταίοι σε όργανα των μυστικών υπηρεσιών. Μάλιστα, συχνά ταλαντούχοι χάκερ αντιμετωπίζονται ως εθνικό κεφάλαιο και σε περίπτωση σύλληψής τους οι εισαγγελείς προτείνουν μείωση της ποινής προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από τις εθνικές υπηρεσίες ασφάλειας.