Ο Γιάννης Γκλαβίνας μελετά τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας κατά την κρίσιμη δεκαετία των πολέμων που προηγήθηκαν της Συνθήκης της Λωζάννης, από τους Βαλκανικούς μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή

Πριν από λίγο καιρό ο Αρειος Πάγος, µε µια πρωτοφανή στα χρονικά του απόφαση, αναίρεσε απόφαση του Εφετείου Θράκης που αφορούσε την επικύρωση διαθήκης µουσουλµάνου πολίτη της µειονότητας µε την αιτιολογία ότι ως µουσουλµάνος θα πρέπει να υπάγεται στον ιερό ισλαµικό νόµο! Το παράδειγµα του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας που αυτοακυρώνεται –εφόσον δεν αναγνωρίζει την υπεροχή του αστικού κώδικα και του κληρονοµικού και οικογενειακού δικαίου που αυτός συνεπάγεται –είναι χαρακτηριστικό του πώς αντιµετωπίζει το ελληνικό κράτος τη µουσουλµανική µειονότητα εγκλωβισµένο στο γράµµα της Συνθήκης της Λωζάννης: για να καθηλώσει τη µειονότητα ως θρησκευτική αναγνωρίζει στην περίπτωσή της υπεροχή του ισλαµικού δικαίου έναντι του αστικού!

Εχουμε τη λανθασμένη εντύπωση ότι αυτή η υπόθεση ανάγεται στο 1923. Η μελέτη του Γιάννη Γκλαβίνα (διδάκτορα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας κατά την κρίσιμη δεκαετία των πολέμων που προηγήθηκαν, από τους Βαλκανικούς μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, μας δείχνει ότι πολλές πλευρές της Λωζάννης κυοφορήθηκαν και αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της ελληνικής

εξωτερικής πολιτικής σε αυτή την περίοδο. Ο Γκλαβίνας, αφού θα παρουσιάσει αναλυτικά τον πόλεμο των στατιστικών μεταξύ Ελλάδας και γειτονικών κρατών (κυρίως Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) για τον ακριβή αριθμό των μουσουλμάνων σε Μακεδονία, Ηπειρο, Θράκη και Νησιά, θα επισημάνει ότι αυτοί δεν πρέπει να ιδωθούν ως μία ομοιογενής κατηγορία. Από ένα σύνολο 350.000-465.000 (η διαφορά στο νούμερο είναι αποτέλεσμα του πολέμου των στατιστικών), ένα μεγάλο τμήμα αυτών θα μιλά την τουρκική, αλλά θα υπάρχουν επίσης μουσουλμάνοι με μητρική γλώσσα τη «μακεδονική», την αλβανική, την ελληνική, τη βουλγαρική, τη βλάχικη, όπως επίσης και μουσουλμάνοι Αθίγγανοι.

Παρά τη γλωσσική διαφοροποίηση, όμως, των μουσουλμανικών πληθυσμών, το ελληνικό κράτος δεν κάνει κάποια προσπάθεια να συνδέσει τη γλωσσική διαφορά με την εθνική ταυτότητα. Σωστά παρατηρεί ο συγγραφέας στο τελευταίο υποκεφάλαιο του πρώτου μέρους ότι ο ελληνικός αλυτρωτισμός απέφυγε να κάνει χρήση των επιχειρημάτων του γλωσσικού εθνικισμού σε μια πολυγλωσσική και πολυεθνοτική περιοχή, αφού αυτό θα αποτελούσε συγκριτικό μειονέκτημα απέναντι στην αιχμή του βουλγαρικού εθνικισμού περί ταύτισης σλαβόφωνων και Βουλγάρων στον χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης.

Το ελληνικό κράτος προτιμά να δίνει βαρύτητα στο ζήτημα της θρησκείας. Η διάκριση χριστιανός – μουσουλμάνος είναι χρήσιμη για να παγιώσει τον κρατικό έλεγχο στο σύνολο των χριστιανικών πληθυσμών, ελληνόφωνων και σλαβόφωνων, επικαλούμενο για τους δεύτερους το κριτήριο της συνείδησης. Για τον ίδιο όμως ακριβώς λόγο δεν θα ενδιαφερθεί να κατευθύνει τα πράγματα και σε μια «εθνοτική» διαφοροποίηση των μουσουλμάνων. Αντιθέτως, ακόμη και στην περίπτωση των ελληνόφωνων μουσουλμάνων, όπως οι Τουρκοκρητικοί ή οι Βαλαάδες της Κοζάνης, θα αποφύγει να τους εντάξει σε έναν φαντασιακό «εθνικό κορμό».

Ωστόσο, αν και ο μουσουλμάνος φαινόταν να μη συμμετέχει της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, το ελληνικό κράτος και κυρίως ο Βενιζέλος, με τη Σύμβαση των Αθηνών (συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε ανάμεσα σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία αμέσως μετά τους Βαλκανικούς) θα δείξουν ότι επιθυμούν να διατηρήσουν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς εντός ελληνικών συνόρων. Μια σειρά διατάξεων της Σύμβασης (περί του δικαιώματος των μουσουλμάνων να επιλέξουν την ελληνική ή την οθωμανική υπηκοότητα, το δικαίωμα της διατήρησης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ακόμη κι αν επέλεγαν το δεύτερο ή της εκλογής μουφτή από εκπροσώπους της μειονότητας), ήταν ιδιαίτερα ελπιδοφόρες και προοιωνίζονταν τη διαμόρφωση ενός μοντέλου πολυθρησκευτικής, αν μη τι άλλο, συνύπαρξης. Η επικύρωση όμως της σύμβασης από το ελληνικό Κοινοβούλιο δεν υπήρξε μια εύκολη υπόθεση: είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αντιπολίτευση για να μπλοκάρει την επικύρωση έκανε θέμα αιχμής το ζήτημα της ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα, που επίσης προβλεπόταν στο κείμενο της Σύμβασης. Ταυτόχρονα η έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου προκάλεσε το πρώτο κύμα διωγμών των ελληνορθόδοξων πληθυσμών από τα μικρασιατικά παράλια, όπως και τις πρώτες συζητήσεις για μια πιθανή ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο κρατών. Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν θα οδηγήσουν πουθενά, ενώ ο πόλεμος θα επιτρέψει σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς να συγκλίνουν ουσιαστικά σε πολιτικές μη εφαρμογής των διατάξεων της Σύμβασης, παρότι και οι μεν και οι δε θα επιδοθούν σε ανταγωνισμό υποσχέσεων προς τους μουσουλμάνους στις εκλογές του 1915, στήνοντας τα αντίστοιχα πελατειακά δίκτυα. Οι ηγέτες των μουσουλμανικών κοινοτήτων θα ενταχθούν με προθυμία στα δίκτυα αυτά, προσδοκώντας τη διαφύλαξη προνομίων και τη διασφάλιση συμφερόντων.

Εάν θα θέλαμε να αποδώσουμε την κεντρική κατεύθυνση του βιβλίου, είναι η περιγραφή μιας Ελλάδας που, επεκτεινόμενη πλέον και προς Ανατολάς, σε επίπεδο επίσημης πολιτικής ευαγγελίζεται ισόνομη αντιμετώπιση των μουσουλμανικών πληθυσμών, αφού η πιθανότητα να εντάξει πολύ περισσότερους στα σύνορά της γίνεται ορατή· και μιας κατώτερης διοίκησης (από απλούς δημοσίους υπαλλήλους, χωροφύλακες και αγροφύλακες μέχρι στρατιωτικά αποσπάσματα) που εξαιτίας της ταραγμένης περιόδου όχι μόνο υπονομεύει την εφαρμογή της αλλά προχωρά σε βιαιοπραγίες εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού.

Η συνεισφορά του Γκλαβίνα να κατανοήσουμε τους όρους της υποχρεωτικής ανταλλαγής του 1923 που έγινε με βάση το θρησκευτικό κριτήριο, μέσα από το φόντο της δεκαετίας των πολέμων, είναι ιδιαίτερα σημαντική και εμπλουτίζει την ελληνική βιβλιογραφία με νέο αρχειακό υλικό αλλά και μια φρέσκια ματιά σε ένα θέμα-ταμπού για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Ο Δημήτρης Σταματόπουλοςείναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας