Ο νομπελίστας Λιόσα γράφει ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που αντιστέκονται στη διαφθορά των οικείων τους και επιμένουν να κάνουν τα πράγματα με τον δικό τουςτρόπο. Γι’ αυτούς που πληρώνουν το τίμημα. Στο μυθιστόρημά του το καλό παίρνει τελικά εκδίκηση. Επιμένει. Νικά.

Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα τιμήθηκε το 2010 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά τη βράβευση του Μάρκες, ο δεύτερος πόλος της λατινοαμερικανικής συγγραφικής έκρηξης βραβεύτηκε «για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας». Πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, υποψήφιος πρόεδρος στη χώρα του, ο Λιόσα μίλησε στην τελετή βράβευσης για την πολιτική στη Νότια Αμερική. Για το μυθιστόρημα που μας ωθεί να δούμε με πιο καθαρό μάτι τον κόσμο γύρω μας.

Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, ενώ ήταν ακόμα φοιτητής, ο Λιόσα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «La Industria», αλλά και στο ραδιόφωνο. Υπήρξε συνεκδότης δύο λογοτεχνικών εντύπων. Δημοσίευσε λογοτεχνία για πρώτη φορά το 1959: μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Los Jefes». Την ίδια χρονιά εγκατέλειψε το Περού και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι γιατί, όπως δήλωσε, αντιλήφθηκε ότι στη χώρα του ήταν αδύνατον να βιοποριστεί ως σοβαρός συγγραφέας. Οι ευπώλητοι συνάδελφοί του κέρδιζαν αρκετά χρήματα και ήταν οι χαϊδεμένοι των εκδοτών –όμως τα βιβλία τους, κατά τη γνώμη του, ήταν σκέτος χαρτοπολτός.

Το νέο μυθιστόρημά του «Ενας διακριτικός ήρωας» εκδόθηκε μετά το Νομπέλ. Ο Λιόσα, με την ισχυρή στόφα του παραμυθά, πλάθει δυο ήρωες με «αλεξίσφαιρη θέληση». Δυο ανθρώπους που κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό, ο κόσμος να χαλάσει. Οι ιστορίες τους προχωρούν παράλληλα, αντικρίζονται και στο τέλος συμπλέκονται. Ο συγγραφέας παίζει ανελέητα με τον χρόνο και τη δομή του μυθιστορήματος. Αλλωστε έχει αναδειχθεί σε μετρ του είδους.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Φελίσιτο Γιανακέ, ιδιοκτήτης εταιρείας μεταφορών, ζει την αέναη επανάληψη. Στη ζωή του όλα είναι ίδια από αμνημονεύτων χρόνων. Δουλεύει σαν το σκυλί, δεν ξέρει τι θα πει ξεκούραση. Εχει ξεκινήσει από χαμηλά, πράγμα που δεν ξεχνά ποτέ. Οπως δεν ξεχνά και τη φράση που συνοψίζει όλα όσα του έμαθε ο πατέρας του: «Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να σε πατήσει, γιόκα μου. Αυτή η συμβουλή είναι η μοναδική κληρονομιά που θα λάβεις». Ο Γιανακέ έχει παντρευτεί τη Χερτρούδις, μια γυναίκα που έχει μετατραπεί με τα χρόνια σε έπιπλο. Αχρωμη και άοσμη, τον τύλιξε με μια εγκυμοσύνη. Φροντίζει το σπίτι, ζει στη σιωπή. Του έχει χαρίσει δύο γιους. Μόνο που ο πρώτος, αυτός που υπήρξε η αιτία του νεκρού γάμου τους, είναι ύποπτα λευκός. Δεν μοιάζει στο ελάχιστο στον πατέρα του.

Η βαλβίδα ασφαλείας του Γιανακέ είναι η Μαμπέλ, μια ωραιοτάτη μετρέσα, μια σπιτωμένη ερωμένη, που ο Γιανακέ επισκέπτεται μία φορά την εβδομάδα ύστερα από προγραμματισμένο ραντεβού. Η ζωή κυλά χωρίς εξάρσεις, τακτοποιημένη και κλεισμένη σε κουτάκια, μέχρι που ο μεσήλικος επιχειρηματίας γίνεται στόχος εκβιασμού. Του ζητούν λεφτά για να τον αφήσουν στην ησυχία του και να μην πειράξουν την επιχείρηση και τους δικούς του. Ενα ποσό που θα καταβάλλει κάθε μήνα για να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

Ο Γιανακέ, η μισοριξιά που δεν γεμίζει το μάτι κανενός, τα βάζει με το θηρίο. Δημοσιεύει στην τοπική εφημερίδα της Πιούρα ότι δεν πρόκειται να συναινέσει στον εκβιασμό. Γίνεται ήρωας. Οι συνέπειες δεν αργούν να ενσκήψουν.

Την ίδια περίοδο, στη Λίμα, ο Δον Ισμαέλ Καρέρα, 82χρονος ιδιοκτήτης ασφαλιστικής εταιρείας, καλεί τον φίλο και συνεργάτη του Ριγοβέρτο για να ζητήσει τη βοήθειά του. Ο ζάπλουτος επιχειρηματίας σκοπεύει να παντρευτεί την οικονόμο του, πράγμα που προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, ιδίως από τις «ύαινες», τους δύο γιους του. Ομως ο Καρέρα παίζει σκληρό παιχνίδι. Φροντίζει την κάθε του ενέργεια με περισσή επιμέλεια. Μόνο που πεθαίνει. Και η Αρμίδα, η νέα και ωραία γυναίκα του, μένει εντελώς απροστάτευτη. Ή μήπως όχι;

Ο Λιόσα ξετυλίγει τις δυο ιστορίες παράλληλα, κεφάλαιο το κεφάλαιο. Πρόκειται για προσφιλή του αφηγηματική τεχνική, η οποία καταλήγει στο τέλος σε ενιαία πλοκή: πρόσωπα και γεγονότα επικοινωνούν και συνδιαλέγονται. Οι κακοί του μυθιστορήματος είναι εντελώς κακοί. Κοντόφθαλμοι και αρπακτικοί, δεν βλέπουν την καταστροφή που πλησιάζει. Υποτιμούν τους αντιπάλους και τα θύματά τους. Υπερτιμούν τις δυνάμεις τους. Οι καλοί από την άλλη είναι εμμονικά καλοί –χωρίς αυτό να αποκλείει την ανελέητη εκδικητικότητά τους.

Γλωσσικό πανηγύρι

Οπως όλα τα καλά μυθιστορήματα, το βιβλίο του Λιόσα μπορεί να διαβαστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: ως ένα κεντημένο παραμύθι που εκτυλίσσεται σε μια μακρινή χώρα, όπου η διαφθορά φαντάζει τόσο μακριά (και όμως είναι τόσο κοντά). Ως μια υποδειγματική κατασκευή: οι παράλληλοι χρόνοι συμπλέκονται, οι παράλληλοι χώροι αντικρίζονται, τα πρόσωπα συνδέονται και ο από μηχανής θεός προκύπτει αβίαστα μέσα από την αφήγηση. Ως μια ανθρωπογνωστική μελέτη πάνω στη βλακεία του Κακού και την εμμονή, ενίοτε την αφέλεια, του Καλού. Γιατί δεν τιμωρούνται μόνο οι κακοί. Και οι καλοί πληρώνουν κι αυτοί κάτι για τη μνημειώδη ευήθειά τους.

Η μετάφραση αποδίδει το γλωσσικό πανηγύρι του Λιόσα: τους δαιδάλους των φράσεων, τις εκρήξεις των λέξεων, την υπόκαυστη θέρμη της αφήγησης. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Λιόσα δεν είναι άκαπνος από πάθη. Ως γνωστόν, έριξε γροθιά στον Μάρκες για μια γυναίκα – και μάλιστα τη γυναίκα του.