«Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα κι ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθή τα κρίματά του (Παπαδημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλισχράν αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνή του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ωρας σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμα φέξει!», γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο διήγημά του «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη» αποτίνοντας φόρο τιμής στον σκιαθίτη συγγραφέα καθώς ακολουθεί το ύφος και το γλωσσικό ιδίωμα εκείνου.

Το γραμμένο το 1957 διήγημα του Βάρναλη είναι ένα από τα πενήντα τέσσερα διηγήματα των τριάντα τεσσάρων ελλήνων συγγραφέων τα οποία περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Χριστούγεννα και χιονιάς».

Η επιλογή έγινε από τον Φίλιππο Πυκνή των εκδόσεων Νάρκισσος με γνώμονα να γεφυρωθεί το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με τις ημέρες μας από συγγραφείς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους.

Είναι η πληρέστερη ανθολογία με ελληνικά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα λογοτεχνήματα που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα, από την οποία δεν θα μπορούσε να λείπει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά το είδος. Υπάρχουν εννέα διηγήματα δικά του ενώ στιγμιότυπα από τη ζωή του αναφέρονται και σε διηγήματα του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ο οποίος ανοίγει την ανθολογία με ένα διήγημα που εκδίδεται για πρώτη φορά. Ακυκλοφόρητα είναι και τα διηγήματα των Γεράσιμου Βώκου και Κώστα Ουράνη αλλά και δύο πολύ σύντομα κείμενα –μόλις πέντε γραμμές –από το ημερολόγιο του Στρατή Δούκα, για τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο.

Η διαδρομή την οποία επέλεξε ο Φίλιππος Πυκνής ανάμεσα στον θεοσεβούμενο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και στον ερωτικό Θωμά Κοροβίνη ή τον «τζογαδόρο» Αντώνη Σουρούνη, με τα διηγήματα του οποίου (όπου πρωταγωνιστούν χαρτοπαίκτες) κλείνει η ανθολογία, είναι αναμφισβήτητα βαθιά συγκινητική.

Η καλαίσθητη έκδοση με το χοντρό εξώφυλλο και τον συμβολικό σελιδοδείκτη από μεταξωτή κόκκινη κλωστή, περιλαμβάνει χριστουγεννιάτικα αναγνώσματα που ανασύρουν άλλοτε ευτυχισμένες αναμνήσειςκαι άλλοτε δύσκολες στιγμές. Ανάμεσα στις γραμμές κρύβονται θρησκευτικό συναίσθημα και νοσταλγία, συχνάπροσμονή, χαρά, μελαγχολία αλλά και σπαρακτική μοναξιά, όπως αυτή που στοιχειώνει τον σύγχρονο ήρωα της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου.

Υπάρχουν ιστορίες για τον ξενιτεμό, για τα κάλαντα που εμποδίστηκαν να πουν ο Κώστας Ουράνης και ο Παναγιώτης Τέτσης όταν ήταν παιδιά, ενώ Παπαδιαμάντης και Τσίρκας αναφέρονται σε μικρούς καλαντιστές που πέφτουν θύματα ληστείας. Αλλά και ιστορίες για τη βασιλόπιτα και το φλουρί του Παύλου Νιρβάνα και του Αργύρη Εφταλιώτη και για το πλούσιο τραπέζι της Λωξάντρας της Μαρίας Ιορδανίδου.

Το βιβλίο συμπληρώνει τη σειρά των οκτώ ανθολογιών που έχει εκδώσει στο παρελθόν ο Νάρκισσος. Ανοίγει με μια εκτενή εισαγωγή του Χρήστου Μπουλώτη και ολοκληρώνεται, στο επίμετρο, με ασυνήθιστα κάλαντα καθώς και το πλήρες βιογραφικό των συγγραφέων. Τέλος, για τους μελλοντικούς αναγνώστες της ανθολογίας, η κρίση της εποχής μας περιγράφεται με πρωτότυπο τρόπο, με ένα χρονογράφημα του δημοσιογράφου Γιώργου Λακόπουλου που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» παραμονή Χριστουγέννων του 2012 και αντιστικτικά με τα Μενού της Γιορτής ακριβών εστιατορίων, μικρά σουρεαλιστικά κείμενα από μόνα τους, ενίοτε εξωφρενικά και –γιατί όχι; –εξοργιστικά.