Μία από τις ωραιότερες και αποκαλυπτικές σκηνές, κατά τη γνώμη μου, στο νέο βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Το ελάχιστο ίχνος» (εκδ. Το Ροδακιό) είναι όταν οι δύο φίλοι, μέλλοντες ηθοποιοί, παίζουν μαζί έναν έξοχο διάλογο από τον «Ντον Ζουάν» του Μολιέρου.

Και οι δυο τους είναι τριτοετείς σπουδαστές δραματικής σχολής και δίνουν τώρα τις απολυτήριες εξετάσεις μπροστά σε κοινό, όπως γίνεται συνήθως.

Είναι η είσοδός τους στην «ακανθώδη σταδιοδρομία τους», όπως είδα να γράφεται για την Κοτοπούλη σε συριανή εφημερίδα του 1907.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, ενώ τα δύο πρόσωπα είναι σχεδόν κολλητά, ο ένας, με το λιγότερο ταλέντο, αναστατώνεται και παραληρεί και χάνει τα λόγια του από τη «μυρωδιά» που εκλύει το σώμα του άλλου: «Αυτή τη μυρωδιά δεν την ήξερε. Ηταν λοιπόν η ειδική μυρωδιά που ανάδινε όταν ερχόταν μπροστά στο κοινό, όταν έπαιζε. Αυτή ήταν η μυρωδιά του ταλέντου». Και παρακάτω: «Η μυρωδιά τον έπνιγε. Του σάλευε το νου. Η μυρωδιά μπήκε στα σωθικά του».

Αυτή την ειδική μυρωδιά της καλής λογοτεχνίας την εκλύει ολόκληρο το βιβλίο. Και λόγω τής, ας πούμε, αστυνομικής πλοκής του και της θαυμάσιας γραφής του συγγραφέα. Οι σοβαροί και μανιακοί αναγνώστες ήδη το έχουν εντοπίσει και διαδίδουν την αύρα του.