Το Οχι που δημοσιοποίησε πριν από λίγες ημέρες –«για τους εγκληματίες που έφεραν την Ελλάδα σ’ αυτό το σημείο» –δείχνει μια συνέπεια. Ο Σταμάτης Κραουνάκης ήταν αγανακτισμένος από καιρό. Τουλάχιστον από το 2011, όταν έγραψε τον απόλυτο θούριο του κινήματος: την «Κατσαρόλα» με τη φωνή του Μητροπάνου. Η αλήθεια είναι ότι το κομμάτι είχε γραφτεί οκτώ μήνες πριν, αλλά ταίριαξε απολύτως στο σύντομο καλοκαίρι της ελληνικής αναρχίας που απειλούσε να σαρώσει το παλιό καθεστώς. Ο ίδιος είχε φροντίσει να αυτοχριστεί «φίλος του λαού»: «Αν ταίριαξε στην περίσταση είναι επειδή και εγώ ανήκω στο κίνημα των Αγανακτισμένων, πολύ καιρό τώρα, και μάλιστα νομίζω ότι άργησε να γίνει η κίνηση» δήλωνε στον Γιώργο Νάστο και το «ΒΗΜΑgazino».

Ηταν μια στάση συνεπής που συντονιζόταν με τον ανοικονόμητο τσαμπουκά του Λαζόπουλου, υπερασπιζόταν τη διαχρονία –και καλά –του ελληνικού πάθους και προέτασσε το συναίσθημα απέναντι στη στυγνή λογική των τραπεζιτών. Ηθελε να διαφημίζει ότι τα όνειρά του έχουνε ταυτότητα, τα όνειρά τους έχουν αριθμό, για να παραφράσουμε τον στίχο του Τριπολίτη (στην ανυπέρβλητη «Συχνότητα» της Μοσχολιού). Αυτό ήταν το σάουντρακ του εθνολαϊκού θυμού που έγραφε και ξανάγραφε ο συνθέτης. Είτε στις δικές του παραστάσεις είτε στις συναυλίες του Ραδιομεγάρου είτε τραγουδώντας στα τηλεοπτικά πλατό για να αλαφρώσει η τυραγνισμένη συνείδηση των χειμαζομένων (γράψτε λάθος: η «ιερά πανήγυρη του λαού», σε άπταιστη κραουνακική). Δεν μπορούσε να είναι μετριοπαθής σ’ αυτήν τη δοκιμασία, επειδή ήταν μονίμως εξεγερμένος.

Στην τελευταία πενταετία ο Κραουνάκης υπερεκτέθηκε. Μεταμορφώθηκε σε περσόνα –και του facebook, εκτός άλλων, χωρίς να αποφεύγει την τοξικότητα του ποσταρίσματος εις βάρος της αντίθετης άποψης. Ολα αυτά περιφέροντας την άνεση ενός ανένταχτου φαινομενικά δημοσιολόγου που δήλωνε «ΣΥΡΙΖΑ friendly» ακόμη κι όταν απέκτησε βήμα στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο. Με την άνεση αυτή απαντούσε το 2011 στη δημοσιοποίηση της λίστας με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που πήραν επιδοτήσεις επί κυβέρνησης Καραμανλή. Τότε που η Σπείρα Σπείρα εντάχθηκε σε πρόγραμμα κατά της ανεργίας («το οποίο είχε ξεκινήσει επί Κώστα Σημίτη το 2001, αντλώντας κονδύλια από το Γ’ ΚΠΣ»). Ο ίδιος θα επιλέξει τελικά την εμπρηστική αντιπολίτευση στην προηγούμενη συγκυβέρνηση, τις τράπεζες, τους πάσης φύσεως μιζαδόρους της πολιτικής. Με επιχειρήματα που του παρείχε η φαντασιακή επαφή με τους ταμπουρωμένους αντιστασιακούς της τρόικας και τους φίλους του ταξιτζήδες. Εξίσου συνεπής με τον πρότερο αντιμνημονιακό βίο ήταν και η παρουσία του στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους. Εκεί όπου άλλοι βλέπουν παραλήρημα, εκείνος συντασσόταν με το αφήγημα της Ζωής Κωνσταντοπούλου που θέλει την Ελλάδα αποικία χρέους και πωλητήρια στον ήλιο, τον αέρα και τη θάλασσα.

Ο ύστερος Κραουνάκης ανταγωνιζόταν την πρώτη περίοδο ενός ευρηματικού, ταλαντούχου συνθέτη. Ενός βέρου Αθηναίου –με κρητική καταγωγή –που μετέφερε στην εικονοποιία των τραγουδιών του τη μελαγχολία για τις μεταμορφώσεις του αστικού τοπίου, άνοιξε δρόμους σε ερμηνευτές –Πρωτοψάλτη, Τσανακλίδου, Μακεδόνας, Μπάσης –και χάρισε δισκογραφικό χρυσάφι σε ιερά τέρατα –τα «Σκουριασμένα χείλη» στη Μοσχολιού, το «Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» στη Μαρινέλλα. Ηταν ο Κραουνάκης που συμμετείχε στη γέννηση του δημοτικού ραδιοφώνου και στην εδραίωση των free press (ως συνεργάτης της Athens Voice). O συνθέτης που μπορούσε να συνομιλήσει με τον Ακη Πάνου, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη. Που αποδείκνυε με το «Αυτή η νύχτα μένει» πόσο βαθιά έχει εσωτερικεύσει το μουσικό αρχείο δεκαετιών παντρεύοντας την ξεχασμένη λαϊκότητα της Δήμητρας Παπίου με μια σύνθετη ερμηνευτική εκφορά. Που όταν το παλιό «Δίφωνο» του ζητούσε τίτλους από το προσωπικό μουσικό του μαρτυρολόγιο έβαζε δίπλα στον Τσιτσάνη τον Εσθονό Αρβο Παρτ, «ιερή» μορφή του ευρωπαϊκού μινιμαλισμού. Και βέβαια ένας συνθέτης με μερτικό στη θεατρική μουσική (διαχρονικό credit η «Μήδεια» σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά και ερμηνεία της Ελένης Βιτάλη) και στην αναμόρφωση του θεάματος, ακριβώς την περίοδο που τα νάιλον ελαφρολαϊκά ταυτίζονταν με την πλαστή ευμάρεια. Το 1986 με τον Ανδρέα Βουτσινά και τον σκηνογράφο Μανόλη Παντελιδάκη προτείνουν μια «πίστα αλλιώς», όπου τα τραγούδια γίνονταν μουσικό θεατρικό κείμενο και οι τραγουδιστές ήρωες ενός σπονδυλωτού έργου. Μία χρονιά νωρίτερα η σύμπραξή του με τη Λίνα Νικολακοπούλου έχει ως αποτέλεσμα τον χρυσό δίσκο «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», που έχει ξεπεράσει τις 200.000 πωλήσεις και θεωρείται πλέον κλασικός. Η περίοδος εκείνη είναι μια άλλη χώρα: μπροστά στο σημερινό καλλιτεχνικό του «εξτρεμισμό» λίγα πράγματα έχουν μείνει από την αμφισβήτηση της στρατευμένης συλλογικότητας (ο όρος του Χρήστου Κανελλόπουλου) και της αισθητικής των μαζών, που χαρακτήριζε τη συνεργασία με την πρώην συμφοιτήτριά του στο Πάντειο.

Οσο αντιφατικές και αν υπήρξαν οι επιλογές του, ακόμη και ο ίδιος δεν θα δυσκολευόταν να επιλέξει τον πραγματικό απόηχο του ονόματός του. Ως ο συνθέτης που έβαλε λεζάντα στο νέο κύμα του εντέχνου: με τον «Αδωνη», τη «Σωτηρία της ψυχής», το «Μαμά γερνάω». Και όχι ως ο σχολιαστής παντός καιρού (με την άδεια του Πρωθυπουργού) που υποδέχεται τη γερμανίδα καγκελάριο με κοντσέρτο για κατσαρόλες: «Καλώς ήρθατε Μερκέλα, καγκελάριος, κιγκλιδωματάριος της ευρωζώνης, του κεφαλαίου ιμπρεσάριος, των συμφερόντων τοπαμάριος. Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Καβάφης, Σολωμός, Γκάτσος, Σαπφώ, Μίκης, Μάνος κι εγώ σου δηλώνουμε: μας χρωστάτε, μωρή μουλαροζαργάνα, δεν χρωστάμε. Αν δεν ήταν οι Ελληνες, Μερκέλα μου, θα ‘σουν καπάκι μπίρας».