Ας στήσουμε έναν φανταστικό, λευκό τοίχο. Κι ας αναρτήσουμε εκεί δύο πίνακες ζωγραφικής. Από τη μια, το περίφημο «Μαύρο τετράγωνο» του μετρ της ρωσικής πρωτοπορίας Καζιμίρ Μαλέβιτς, πολύτιμη ψηφίδα της Συλλογής Κωστάκη, της ακριβότερης αγοράς τέχνης του ελληνικού Δημοσίου. Από την άλλη, ένα παραστατικό έργο, ένα έργο του Λούσιαν Φρόιντ, ή μια πάμφωτη γωνιά, ας πούμε, της σημερινής Κωνσταντινούπολης διάα χειρός του αγαπημένου των συλλεκτών Κωνσταντίνου Κερεστετζή.

Και τώρα ας τα συγκρίνουμε. Προσοχή: όχι ως προς την αξία. Απλά. Να δούμε από τη μια τη δύναμη, την ακραία αφαίρεση, την επίκληση στο συναίσθημα. Από την άλλη, τη ρεαλιστική αποτύπωση, το χρώμα, το βλέμμα του ζωγράφου. Από τη μια η τελική κατάληξη μιας πορείας στη ζωγραφική, από την άλλη ο ίδιος ο δρόμος προς αυτήν.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο εκκίνησης μιας κουβέντας που επιχειρήσαμε να ανοίξουμε με παραστατικούς ζωγράφους, με αφορμή την επιτυχημένη έκθεση του Κωνσταντίνου Κερεστετζή «Κωνσταντινούπολη» στο Σισμανόγλειο της Πόλης (που σύντομα το σώμα της ζωγραφικής του θα βρει τον δρόμο του και για τη Γενεύη, πιθανότατα και για το Τόκιο). Στο βλέμμα και στον δρόμο (του ζωγράφου). Στην «επιστροφή», αν θέλουμε να την πούμε έτσι, της παραστατικής ζωγραφικής –κι ας είναι λίγο αυθαίρετος ο όρος -, την επιστροφή δηλαδή στο βλέμμα σε μια εποχή που έχει αποθεώσει την αφαίρεση.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ. Ας ξεκαθαρίσουμε και από την αρχή κάτι ακόμη: την ανάγκη επικοινωνίας ως πρωταρχική για την ποίηση ζωγραφικής. Που είναι μια παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας και μια διαρκής έρευνα για τον κόσμο γύρω και για την εξερεύνηση νέων κόσμων, και τα δύο στην ανθρώπινη φύση, όπως παρατηρεί ο ζωγράφος Βασίλης Παπανικολάου, ο οποίος ήδη έχει εκθέσει με επιτυχία ελληνικά τοπία στην Ιαπωνία, όπου εκτιμάται ιδιαίτερα η λεγόμενη παραστατική τέχνη. Και η μεσαίου κόστους τέχνη ή, αν θέλετε, η φθηνότερη από τα (πανάκριβα) γκανιάν του Χρηματιστηρίου της Τέχνης τέχνη, έρχεται να προσθέσει ο γκαλερίστας Χρήστος Γαβράς (ανιψιός του δημιουργού του «Ζ» Κώστα Γαβρά).

Ας επιστρέψουμε στο βλέμμα. «Το μάτι είναι το σώμα του ζωγράφου» εξηγεί ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής. «Εκεί ξεκινάει και εκεί απευθύνεται. Η ζωγραφική δεν είναι για τυφλούς ανθρώπους. Η τέχνη είναι μίμηση. Πώς να μιλήσω γι’ αυτό που βλέπω». Η επίμονη προσπάθεια, ειδικά στον 20ό αιώνα, «να απελευθερωθεί η ζωγραφική από το βλέμμα έφερε την απομάκρυνση του ανθρώπου από αυτό, από την ουσία δηλαδή».

Και αφού απομακρυνθήκαμε τόσο, σπάσαμε φόρμες και κυρίως βλέμματα, τώρα κατά κάποιον τρόπο επιστρέφουμε σε αυτό. «Στη ρίζα, που είναι το βλέμμα. Οπως ο Λούσιαν Φρόιντ ή ο Μπαλτίς» προσθέτει ο ζωγράφος. Ισως αποτυπώνοντας και τη δική του πορεία, που παρεξέκλινε για να ερωτοτροπήσει με την ακραία αφαίρεση, ιδιαίτερα στη Σχολή Καλών Τεχνών (με δάσκαλο τον Χρόνη Μπότσογλου), για να χάσει –όπως λέει –τον δρόμο του και να επιστρέψει ξανά στη ρίζα: το βλέμμα. Και να ξαναχτίσει, μετά την αμφισβήτηση (που ήταν αμφισβήτηση, σχεδόν ακαδημαϊκή, ενός ολόκληρου αιώνα ζωγραφικής), πάνω στις αρχικές αξίες.

Δεν είναι τυχαίο που από το 2006 μέχρι σήμερα έστησε το καβαλέτο του σε γωνιές της Πόλης που τράβηξαν το βλέμμα του, αλλά και στο Αγιον Ορος (θα εκθέσει έργα του από το Περιβόλι της Παναγιάς σύντομα στη Γενεύη), όπως και ότι υπέγραφε την υποβλητική «Σπουδή στον Γκρέκο», προ ετών, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Κάπου 200 βλέμματα στην Πόλη πέρασαν σε καμβά (60 εκτέθηκαν στο Σισμανόγλειο) και έχει πολλά ακόμη να «ρίξει» στην αναζήτηση, την έρευνα αυτού που βλέπει. Γιατί εκτός από το τι, έχει σημασία και το πώς βλέπει και πως αναρωτιέται τι βλέπει ο ζωγράφος, όπως λέει από την πλευρά του ο Βασίλης Παπανικολάου.

Τη ζωγραφική, προσθέτει ο Κερεστετζής, τη χρειάζεται η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου, όπως χρειάζεται τον καθαρό αέρα. Οπως και το ερευνητικό – ζωγραφικό βλέμμα. Κι ας μην το ενθαρρύνουν οι δάσκαλοι στις Σχολές Καλών Τεχνών, πιστοί στις αρχές της αφαίρεσης και της δύναμης του έργου, που προέκυψε και ως αντίδραση στον απεικονιστικό ακαδημαϊσμό που προϋπήρχε της αφαίρεσης. Αφαιρώντας όμως διαρκώς, αφαιρέθηκαν και ουσιαστικά στοιχεία. Οχι η συγκίνηση. Αυτή υπάρχει σε κάθε «είδος» μεγάλης ζωγραφικής. Ισως η ομορφιά.

ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ «ΩΡΑΙΟ». Ισως λοιπόν μαζί με το βλέμμα να επιστρέφει και μια μικρή έστω δόση ομορφιάς στον καμβά της λεγόμενης παραστατικής ζωγραφικής. Γιατί τώρα; Ο Βασίλης Παπανικολάου το εξηγεί απλά: «Κοιτάξτε την πόλη γύρω. Πόσο άσχημη είναι. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ομορφιά». Προσοχή όμως: Οχι την ωραιοποίηση. «Ωραία» ζωγραφική είναι όχι εκείνη που μοιάζει πολύ στο θέμα της, ούτε εκείνη που δεν μοιάζει καθόλου, αλλά αξιόλογη είναι εκείνη που δεν θα πει ψέματα για να αρέσει. Ιδού τι θα πει «ωραίο» εδώ.

Τη ζωγραφική, από την άλλη πλευρά, την κάνεις για τον εαυτό σου, «για την ψυχή σου και για να επικοινωνήσεις με αυτή τη γλώσσα» λέει ο Κερεστετζής. Μια γλώσσα που μοιάζει με τη γραφή, έχει τα δικά της γράμματα και τις δικές της εξισώσεις –τεχνικής –με άξονα το σχήμα, τη δομή, το χρώμα «και κυρίως το φως», όπως επιμένει ο Παπανικολάου. Που βλέπει στο φως τη συγγένεια της ελληνικής ζωγραφικής με την περσική ή αρχαία αιγυπτιακή, αλλά και την κινεζική και ιαπωνική ζωγραφική. Με φωτοσκιάσεις, όχι όμως βαριές όπως η δυτική ευρωπαϊκή ζωγραφική.

Μόνο που –κατά τον ίδιο –«έχει κορεσθεί τόσο να είναι είτε «παραστατική» είτε «αφαιρετική», εντός εισαγωγικών και τα δύο, που έχουμε καταλήξει και σε κακέκτυπα των δύο τάσεων. Το μόνο αληθινό είναι ότι ο άνθρωπος ζωγραφίζει για να εξερευνήσει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Αναρωτιέται: τι είναι αυτό που βλέπω. Αλλά η ζωγραφική είναι και μια εξερεύνηση νέων κόσμων. Το θέμα δε είναι, όπως και στο κείμενο που λειτουργεί με γράμματα και φράσεις, να μπορεί και ο «αναγνώστης» του να δει το συνολικό κείμενο και το νόημα και όχι να κολλάει στις λέξεις ή στην καλλιγραφία». Κατά τα άλλα, ο ρεαλισμός, ο νατουραλισμός κ.λπ. είναι απλώς -ισμοί, λέει ο Κερεστετζής, πάνω στη βάση του «βλέπω». «Οταν πραγματώνεται αυτό το «βλέπω», τότε δικαιώνονται και η ζωγραφική και το ίδιο».

INFO

«Κωνσταντινούπολη» μέσα από το βλέμμα του Κωνσταντίνου Κερεστετζή. Ενα συλλεκτικό σκληρόδετο λεύκωμα, με πρόλογο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αύριομαζί με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», στην έκδοση των 3,5 ευρώ.