«Τι είναι για μένα η Πάτρα; Είναι βέβαια των παιδικών μου χρόνων ο παράδεισος· οι θέες είναι ανοιχτές, τις ορίζει ο χιονισμένος Παναχαϊκός, το Κάστρο χαμηλότερα, η Παλιοβούνα απέναντι, και στο άνοιγμα του κόλπου οι φλογισμένες δύσεις. Στις εξοχές είναι τα περιβόλια, είναι του Γουντ η έπαυλη, και τα Εγγλέζικα στο Μιντιλόγλι, κατά τον Αγιο Αλέξη κατοικούν οι Ιταλοί και το όνομα των γερμανών Αμβουργερ αντηχεί ακόμη· στο λιμάνι τρέχουν τα κάρα πέρα δώθε με θόρυβο δαιμονικό, φρυάζει το παιδομάνι στις πλατείες τα κυριακάτικα απογεύματα, οι μαθητές φορούν κοντά παντελόνια και στο ξυρισμένο τους κεφάλι πηλίκια ενώ των κοριτσιών οι σφιχτές κοτσίδες λύνονται τα Σάββατα και εξετάζονται τα μαλλιά τους τρίχα τρίχα για ψείρες, μια μυρωδιά πάστρας αναδίδεται από τα πλυσταριά όπου τα ρούχα βράζουν στο καζάνι, στις γειτονίτσες οι νοικοκυρές σκουπίζουν τον δρόμο εμπρός στο σπίτι τους, σκουπίδια σκόρπια δεν υπάρχουν πουθενά, σχολεία ακριβά δεν υπάρχουν, τους καλούς τρόπους τους διδάσκονται ή τους αντιγράφουν ανεξαιρέτως όλοι, οι εβραίες συμμαθήτριες βγαίνουν την ώρα των θρησκευτικών και παίζουν στην αυλή, υπάρχει εκκλησία καθολική και άλλη αγγλικανική, βρεφοκομείο, νοσοκομείο, πτωχοκομείο, όλα τα δημοτικά κοινωφελή Ιδρύματα τα διοικούν – και εν πολλοίς τα συντηρούν – οι πιο καλοστεκούμενοι αστοί, οι οικογένειες εκκλησιάζονται εν σώματι, ολόκληρη η πόλη βολτάρει στον Μώλο, πλούσιοι και φτωχοί ανακατεύονται το Καρναβάλι στα Μπουρμπούλια, τη Μεγάλη Παρασκευή φορούν όλοι τα μαύρα τους και τα μαγαζιά ανοίγουν μόνο μετά την Αποκαθήλωση, σπιτόπουλα και αρχοντικά σημαιοστολίζονται στις εθνικές γιορτές, μέσα στις οικογένειες κι έξω απ’ αυτές, όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά -στην Κάτω Πόλη, στα Καντριάνικα, στα Προσφυγικά, παντού – διδάσκονται το πατρός τε και μητρός, και το ο έχων δύο χιτώνας και το ο μη εργαζόμενος, και απ’ το πρωί ώς το βράδυ ακούν πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή ενώ το καθισιό είναι…

Ετυχε να γεννηθώ στην Πάτρα των αστών από ανοιχτόμυαλους γονείς που υπηρέτησαν δραστήρια το δίκαιο και το ωραίο. Αργότερα κατάλαβα πως η ζωή εκεί ήταν επίσης σκληρή, οι αδικίες πολλές καθώς και οι αθλιότητες – παράδεισος δεν ήταν η Πάτρα μου. Την πρόφθασα όμως ευπρεπισμένη, γαλαντόμα, κοσμοπολίτισσα, φιλάλληλη, δουλεύτρα και γλεντζού. Η Πάτρα τότε είχε μια συγκεκριμένη μορφή και πρόσφερε στους πολίτες της μια ταυτότητα. Λίγο ώς πολύ, ήταν όλοι τους αστοί.

Τολμώ να ελπίσω πως εκείνη την Πάτρα την παριστάνω πιστά στους αναγνώστες μου και ακόμη πως έτσι βοηθώ να καταλάβουμε το τι ήταν και τι πρόσφερε στον τόπο μας εκείνη η μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, οι αστοί, που δυστυχώς έμεινε μικρή όχι γιατί της έλειψε η δυναμική αλλά γιατί την τσάκισε η Κατοχή και τα θλιβερά πού ακολούθησαν».