Το δημοφιλές είδος θεάτρου, που διατρέχει με έναν μαγικό τρόπο όλη τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, το 2014 κλείνει 120 χρόνια ζωής με μια πανηγυρική έκδοση

Φέτος η ελληνική επιθεώρηση κλείνει τα εκατόν είκοσι χρόνια της. Το κατεξοχήν λαϊκό θέαµα λατρεύτηκε από το ευρύ κοινό, υπήρξε στήριγµα για τον λαό (κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου ή στην Κατοχή), πείραξε πολιτικούς, υπήρξε φτηνό, βωµολοχικό αλλά και µε βαθύ περιεχόµενο. Από τα πρώτα εγχειρήµατα στα τέλη του 19ου αιώνα µέχρι σήµερα, που µάλλον έχει αλλάξει συνολικά σε δοµή και περιεχόµενο, αυτό που ονοµάζουµε «επιθεώρηση» εκτός από τερέν για θρυλικές παραστάσεις (ας σηµειώσουµε εδώ το «Βίρα τις άγκυρες» του 1950), εκτός από φυτώριο που τροφοδότησε το θέατρο µε νέες δυνάµεις (Ελεύθερο Θέατρο, Ελεύθερη Σκηνή, Θεσσαλικό Θέατρο), εκτός από γήπεδο για να παίξουν µεγάλοι και καταξιωµένοι σε άλλα είδη σταρ, όπως η Κοτοπούλη, επέδρασε στην ελληνική κοινωνία, τροφοδοτήθηκε από αυτή, κόπηκε και ράφτηκε στα µέτρα λογοκρισιών.

Το λεύκωμα «Η εφήμερη γοητεία της επιθεώρησης» της επίκουρης καθηγήτριας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνστάντζας Γεωργακάκη μοιάζει με εικονογραφία ενός αιώνα.

Η επιθεώρηση άργησε να αξιολογηθεί σοβαρά από την κριτική και τους θεωρητικούς, αφού οι αναφορές στις αρχές ή τα μέσα του αιώνα από εφημερίδες την έβλεπαν ως ένα είδος που απλώς δραματοποιεί κάπως ευφάνταστα ένα κείμενο εφημερίδας, έχει λίγα παιδιάστικα αστεία, αντιγραφές μελωδιών ή μοντέρνους χορούς. Ομως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το αρχικά αμφιλεγόμενο είδος κατόρθωσε να επιβιώσει, υπηρετήθηκε από μεγάλα υποκριτικά μεγέθη, επέδρασε στην κοινωνία, το χιούμορ, τα ήθη και απάλυνε πόνους και συλλογικούς καημούς.

Ας δούμε μια μαρτυρία που έχει το δικό της ειδικό βάρος: «Θα δοκιμάση ίσως έκπληξη ο αναγνώστης, όταν πληροφορηθεί πως στην περίοδο της πρώτης μου ουσιαστικής εμφανίσεως στο θέατρο της πλατείας Ομονοίας –1908 με τον Σαγιώρ –ο ρόλος μου που έκανε την κυριώτερη εντύπωσι ήταν της «Νέας Γυναίκας» εις τα πρώτα Παναθήναια! Κι όμως αυτό είναι η αλήθεια. Αρεσα πολύ στην επιθεώρησι. Το νούμερο αυτό είχε αφήσει εποχή κι εγώ δεν διστάζω να πω και τώρα πως από απόψεως ερμηνείας δεν εύρισκα ούτε βρίσκω την καλώς εννοούμενη επιθεώρησιν ως πράγματι κατώτερο είδος», έγραφε η Μαρίκα Κοτοπούλη με αφορμή το γκρέμισμα του θεάτρου της Πλατείας Ομονοίας το 1933.

Πριν φτάσουμε όμως στην πρώτη αθηναϊκή επιθεώρηση έπρεπε πρώτα να προηγηθούν κάποια πράγματα: στον καμβά ενός επιταχυνόμενου τρικουπικού αστικού εκσυγχρονισμού το ρεπερτόριο είχε αρχίσει να ανανεώνεται, οι παλιοί θίασοι παρήκμαζαν, οι σκηνικές προτάσεις του δυτικού κόσμου ζητούσαν ανταπόκριση και τότε κάπου φουντώνει το κωμειδύλλιο, ενώ η πλατεία της εποχής είναι έτοιμη να υποδεχθεί ένα ακόμη θεατρικό είδος –σάτιρα σε δημόσια πρόσωπα.

Στις 30 Αυγούστου 1894, η πρώτη επιθεώρηση είναι γεγονός, λέγεται «Λίγο απ’ όλα», είναι του Μίκιου Λάμπρου (βουλευτής Αρτας), θριαμβεύει σε εισιτήρια, κάνει πενήντα παραστάσεις. Τα πράγματα όμως δεν είναι ρόδινα στη συνέχεια. Τα κοινωνικά «Βατερλώ» με τον πόλεμο του 1897 και η οικονομική κρίση δεν επιτρέπουν χιούμορ και ελαφρά προσέγγιση και πρέπει να έρθει το 1906, όταν η παράσταση «Αθηναϊκή ζωή του 1906» με χορούς, τραγούδια και συμμετοχή χορευτριών από θέατρα της Δύσης θυμίζει ευρωπαϊκό μιούζικ χολ και συνδυάζει παράξενα αντιφατικά πράγματα, όπως τις επιδείξεις γαϊδάρου και μαϊμούς με επιθεώρηση. Από το 1907 τα Παναθήναια γίνονται θεσμός της αθηναϊκής ζωής.

Σχεδόν από τα πρώτα της βήματα η επιθεώρηση προκάλεσε: το 1895 ανεβαίνει η επιθεώρηση του Μίκιου Λάμπρου «Ανω κάτω», με στίχους του Λάμπρου Αστέρη και μουσική Λ. Σπινέλη. Η βραδιά τελειώνει με το κοινό να πετάει δυσαρεστημένο τα μαξιλάρια των καθισμάτων στη σκηνή. Ο λόγος; Ο σχολιασμός του ανδριάντα του Γεώργιου Καραϊσκάκη που στήθηκε στον Πειραιά θεωρήθηκε διασυρμός του ήρωα. Μάλιστα, τότε δόθηκε η αφορμή για να συγκροτηθεί η πρώτη επιτροπή θεατρικής λογοκρισίας. Κρατήστε τη λέξη, αφού θα την ξανασυναντήσουμε πολύ μεταγενέστερα, όπως στην επιθεώρηση του Λάκη Λαζόπουλου «Τι είδε ο Γιαπωνέζος» που προκάλεσε την οργή του Χρήστου Σαρτζετάκη.

Ακόμη και η (φιλομοναρχική) Κοτοπούλη δεν γλιτώνει όταν στα Παναθήναια του 1915 οι βενιζελικοί εκτοξεύουν ύβρεις κατά της Γερμανίας και υποστηρίζουν πως η επιτυχία της παράστασης οφείλεται στα χρήματα του βαρόνου Σενκ, του σημαντικότερου γερμανού κατασκόπου που έδρασε στην Ελλάδα.

Η περίοδος 1922-1940 είναι ταραγμένη, οι επιθεωρήσεις αντιμετωπίζουν τη νέα μορφή μαζικής διασκέδασης που λέγεται κινηματογράφος ενώ, επί Μεταξά, υπάρχει και προληπτική λογοκρισία. Τώρα οι πράξεις της επιθεώρησης γίνονται δύο, με θεαματικό φινάλε η καθεμία.

Τα πολιτικά πάθη είναι τραγικά οξυμμένα στον Μεσοπόλεμο: Ο Βασίλης Αυλωνίτης ερμηνεύει το νούμερο «Κοσμογονία» στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» (1931) και αίφνης δημιουργείται ένταση όταν ακούγονται τα δίστιχα: «Απ’ τον Βενιζέλο βγήκε η αλήθεια / κι απ’ τους υπουργούς τα παραμύθια / απ’ τον Γαλόπουλο η εντιμότης / κι απ’ το φιλότιμο ο Καραπαναγιώτης. / Απ’ τον Μαρή βγήκε το έλλειμμα / απ’ τους πολιτσμάνους το πλημμέλημα…». Στο μπιζάρισμα των στίχων τέσσερα άτομα σηκώνονται και κατευθυνόμενα στη σκηνή πυροβολούν! Ο Αυλωνίτης σέρνεται στα καμαρίνια, ενώ ο μηχανικός του Περοκέ Παναγής Μωραΐτης πέφτει νεκρός. Τι πείραξε τους βενιζελικούς; Οι σατιρικές αναφορές στον υπουργό οικονομικών Μαρή, τον διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους Ε. Γαλόπουλο (που εμπλέκεται τότε σε σκάνδαλο νοθευμένης κινίνης) και τον υπουργό Εσωτερικών Καραπαναγιώτη.

Την περίοδο 1940-50, εκτός από την πολεμική επιθεώρηση, έχουμε μια ανανέωση του είδους αλλά και εμβληματικά μουσικά θέματα που αποτυπώθηκαν και αυτόνομα στη δισκογραφία (Σουγιούλ, Μουζάκης κ.ά.)

«Πολεμική επιθεώρηση» ήταν ο τίτλος της πρώτης πολεμικής επιθεώρησης με τρομερή επιτυχία κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. «Δίναμε δύο παραστάσεις καθημερινώς και το Μοντιάλ ήταν φουλ. Οι μισές εισπράξεις του πήγαιναν στον στρατό. Το θεατρο Μοντιάλ σε εκείνα τα μεγάλα και ανεπανάληπτα χρόνια δεν ήταν μια οποιαδήποτε σκηνή θεάτρου. Ηταν εθνικός άμβωνας. Εθνική κολυμπήθρα. Από τη σκηνή του Μοντιάλ πρωτοανάγγειλα την κατάληψη της Κορυτσάς, του Αργυρόκαστρου, των Αγίων Σαράντα μπροστά σε ένα κοινό που αγκαλιαζόταν και φιλιόταν σαν τρελό, ενώ η ορχήστρα Σουγιούλ – Παπαδόπουλου έπαιζε τον εθνικό μας ύμνο», γράφει ο Μίμης Τραϊφόρος που μαζί με τη Βέμπο άφησαν εποχή στο είδος αυτό –ας σημειώσουμε εδώ το «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου» στο Κεντρικόν.

Την περίοδο 1950-74, ακόμη και καταξιωμένοι δημιουργοί καταδύονται σε αυτό: ας θυμηθούμε την «Οδό Ονείρων» του Χατζιδάκι το καλοκαίρι του 1962 στο Μετροπόλιταν και την ίδια στιγμή την «Ομορφη πόλη» του Μίκη στο Παρκ, αλλά και τον ιστορικό συμβιβασμό των δύο συνθετών στην «Μαγική Πόλη» το 1963.

Τα ευτράπελα συνεχίζονται στις επιθεωρήσεις ενώ δεν λείπουν και οι παρεξηγήσεις: Στο «Και μη χειρότερα» των Σακελλάριου – Τζαβέλλα, το 1968, το νούμερο παρενδυσίας «Το κορίτσι του λούνα παρκ» που παίζει ο Παράβας κάνει έξαλλη την Αλίκη Βουγιουκλάκη που μηνύει τους συντελεστές. Μέσα στη χούντα το Ελεύθερο Θέατρο το ’70 αποτελεί τομή και το έργο «Και συ χτενίζεσαι» (1973) σε κείμενα Μποστ, Μουρσελά, Ν. Σιδερίδη, Σκούρτη στο Αλσος Παγκρατίου συστήνει τα νέα αστέρια της εποχής: τους Αννα Παναγιωτοπούλου, Μίμη Χρυσομάλλη, Νένα Μεντή και βέβαια τον Σταμάτη Φασουλή. Παράλληλα, το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Καμπανέλλη εισάγει την έννοια της ιστορικής επιθεώρησης.

Το Ελεύθερο Θέατρο και η Ελεύθερη Σκηνή απενοχοποιούν το είδος στους κύκλους της διανόησης, ενώ το 1975 δημιουργείται και το Θεσσαλικό με Τσιάνο, Βαγενά, Λάκη Λαζόπουλο. Ο τελευταίος, όταν αυτονομείται, αποτελεί σημαντική περίπτωση για την επιθεώρηση, ενώ το 1982 στο έργο «Το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως» (σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη και κείμενα Μποστ) ο Πεπονής και ο Γιαννόπουλος αποχωρούν από την πρεμιέρα του. Ολο το ’80 και το ’90 φαίνεται να δέχεται βαθιά επιρροή από την τηλεόραση, συχνά οι βωμολοχίες και ο σεξισμός διαπερνούν τα επιθεωρησιακά νούμερα με κάποιες εξαιρέσεις, ενώ μετά το ’90 οι Ρέππας – Παπαθανασίου αποτελούν τα μεγάλα ονόματα που συνεχίζουν το είδος. Σήμερα, σε ένα κατακερματισμένο κοινό και με τη βαριά σκιά της κρίσης παντού, η επιθεώρηση φαίνεται να μετασχηματίζεται ξανά (για πολλούς είναι το σημερινό σταντ-απ σε μικρούς χώρους). Και φαίνεται πως η μελαγχολική της χάρη (που περιέχει τον ίδιο της τον θάνατο, σύμφωνα με την κυρία Γεωργακάκη) θα αργήσει ακόμη να ξαναλάμψει.