Θα απομονώσουμε τη φράση της τελευταίας απάντησης του Δημήτρη Κρεμαστινού που εκφράζει τον θαυμασμό του για την Ντόρα Γιαννακοπούλου «που είχε τη δύναμη να εμφανιστεί δημόσια και να συζητήσει με τον γιατρό της» για να συντάξουμε αυτόν τον πρόλογο. Το ότι υπάρχουν ασθενείς που δεν θα συζητούσαν όχι μόνο με τον γιατρό τους, αλλά με τον οποιονδήποτε το πρόβλημα της υγείας τους είναι ένα γεγονός που αντανακλά μια τρομερή καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας. Να θεωρείται δηλαδή οποιαδήποτε ασθένεια σαν ένα είδος «αναπηρίας» που σχεδόν την έχει προκαλέσει ο καθένας μόνος του. Αν θα ήταν ποτέ δυνατόν! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, αντί να μεταβάλλεται ο άρρωστος σε ένα πρόσωπο σεβαστό από όλους, να είναι υποχρεωμένος συχνά να ζει «εν κρυπτώ». Αν το αίσθημα της φιλαλληλίας χρειάζεται ένα σκληρό τοπίο από δυσχέρειες για να αναδειχθεί, η αρρώστια είναι το ιδεωδέστερο κλίμα για να ευδοκιμήσει. Ξεπερνάς την προσωπική οδύνη για το ότι η αρρώστια σε μεταβάλλει σε όμηρό της και εμφανίζεσαι με την περιπέτειά σου αρωγός προς τους άλλους, ενώ φαινομενικά κανείς δεν θα είχε να περιμένει κάτι από σένα γιατί είσαι άρρωστος. Ενας ακόμη λόγος για να ευχαριστήσουμε για μία ακόμη φορά τους ασθενείς που συναίνεσαν με πρόθυμη καρδιά να συμμετάσχουν στις συνομιλίες της σειράς «Εγώ και ο γιατρός μου».