Δεν μπορώ ακόμη να το συνειδητοποιήσω. Ολοι οι ηθοποιοί της φωτογραφίας, έχοντας δίπλα τους τον Φόκνερ και το ζεύγος της αμερικανικής πρεσβείας κι εμένα σαν «κοκοράκι» στη μέση, έχουν φύγει πια. Μυράτ, Ζουμπουλάκη, Γαρμπή, Τσαγανέας, Αργύρης και σχεδόν όλοι της γενιάς μου, δεν υπάρχουν. Κι έμεινα μόνος εγώ για να μιλήσω εκ μέρους τους. Οχι μόνο για το έργο του Φόκνερ «Το ημερολόγιο μιας μοναχής», που το παρουσιάσαμε τον χειμώνα του 1955 στο Θέατρο Κοτοπούλη. Αλλά και για μια ολόκληρη εποχή. Ιδιαίτερα για τη δεκαετία 1955 – 1965. Μια πολυσήμαντη εποχή που θα ήθελα να την ονομάσω «Δεκαετία των ελπίδων».

Ημουν δύο χρόνια στον θίασο Δημήτρη Μυράτ, στο Κοτοπούλη και είχαμε παρουσιάσει ήδη πέντε έργα. Μια εξοντωτική εποχή για τους έλληνες ηθοποιούς. Επτά μέρες και 14 παραστάσεις την εβδομάδα και τουλάχιστον τρία έργα τον χρόνο. Πρόβες κάθε μέρα 10-2 και δύο παραστάσεις κάθε βράδυ, 6-9 και 10-12. Και ύστερα η εκτόνωση, για τους «ξενύχτηδες» στη Φωκίωνος Νέγρη.

Αυτή η κούραση, όμως, ίσως και να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τέχνη και την τεχνική όλων των νέων ηθοποιών της γενιάς μου. Σε αυτό το θέατρο και σε αυτά τα τέσσερα χρόνια που έμεινα (1953-1957) χρωστάω πολλά.

Μεγάλα έργα: «Οθέλλος», «Μάκβεθ», «Μπερνάντα Αλμπα», «Κορυδαλλός», «Σιρανό», «Σιμούν» και κάθε καλοκαίρι περιοδείες σε όλη την Ελλάδα με 10 έργα κάθε φορά. Και μεγάλοι ηθοποιοί. Μυράτ, Μελίνα, Κατράκης, Συνοδινού, Ζουμπουλάκη, Γαρμπή, Τζόγιας, Πάλλης, Διαμαντόπουλος, Κωνσταντάρας, Ηλιόπουλος, Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Ζερβός, Μορίδης, Διαμαντίδου, Αυδής και τόσοι άλλοι που έχω ξεχάσει πια.

Σε αυτό το θέατρο υπήρξαμε τυχεροί όλοι οι νέοι, τότε, ηθοποιοί και για έναν άλλο λόγο. Ηταν το μοναδικό μεγάλο θέατρο που στέγαζε πολλούς μεγάλους ξένους θιάσους. Και παίζαμε κι εμείς, κομπάρσοι στα πολυπρόσωπα έργα τους.

Ο θίασος στον οποίο θέλω να σταθώ ιδιαίτερα είναι το σπουδαίο Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας με πρωταγωνιστή το μεγάλο αστέρι εκείνης της εποχής, τον Ζεράρ Φιλίπ, που πέθανε δυστυχώς τόσο νέος. Εχω μια φωτογραφία μαζί του με την Τζένη Καρέζη στα καμαρίνια του Κοτοπούλη. Επαιξε σε δύο μεγάλα έργα, το «Σιντ» και το «Ρουί Μπλας». Ακόμη θυμάμαι τη μεγάλη ερμηνεία του, τον τόσο όμορφο και απλό χαρακτήρα του και τα ατέλειωτα χειροκροτήματα της κατάμεστης, τεράστιας πλατείας του θεάτρου.

Αυτή η φωτογραφία μού θυμίζει και τη μεγάλη τύχη που είχα να αντικαταστήσω για λίγες παραστάσεις, όταν αρρώστησαν, τον Ηλιόπουλο στο «Καρδιολόγος» και τον Κωνσταντάρα στο «Βασίλισσα κι Επαναστάτες». Αυτές οι δύο αντικαταστάσεις μαζί με την αντικατάσταση του Μουσούρη το 1958, στο «Ωραία μου κυρία», ίσως να με βοήθησαν πάρα πολύ για να αποκτήσω κάποια αυτοπεποίθηση πάνω στη σκηνή. Και μια ιδιαίτερη εκτίμηση από θιασάρχες, από συναδέλφους και από θεατές που ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία ενός έργου και την άνοδο ενός νέου ηθοποιού. Μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε τις σημερινές, πανάκριβες δημόσιες σχέσεις. Ευτυχώς ότι υπήρχαν οι εκπομπές του Αχιλλέα Μαμάκη και οι δυναμικές στήλες του φανατικού λάτρη του ελληνικού θεάτρου, του Κώστα Νίτσου στα «ΝΕΑ».

Οταν παρουσιάσαμε το έργο του Φόκνερ, ήταν ακόμη νωπό το ταξίδι προς την αιωνιότητα της Μαρίκας Κοτοπούλη τον Σεπτέμβριο του 1953. Στην πρεμιέρα του έργου βγάλαμε πολλές φωτογραφίες με τον Φόκνερ. Με νεανικό, ματαιόδοξο, καμάρι, έβγαλα κι εγώ μία μαζί του. Εγώ και ένα Νομπέλ! Την έβαλα αμέσως σε ένα κάδρο. Πού να φανταστώ τότε ότι θα είχα σήμερα καδράρει άλλες δύο φωτογραφίες με άλλα δύο Νομπέλ. Τον Ντάριο Φο και τον Γκίντερ Γκρας.

Τα θυμάμαι όλα τώρα με δικαιολογημένη συγκίνηση, ενώ ξετυλίγεται ένα κουβάρι γεγονότων που σημάδεψαν με νέα ορμή, με νέες ιδέες αλλά και με νέες πληγές αυτή τη δεκαετία 1955 – 1965. Μια δεκαετία των ονείρων, των ελπίδων αλλά και των απογοητεύσεων.

Πόσα άλλαξαν, πόσα χτίστηκαν και πόσα γκρεμίστηκαν. Λίγα και καλά θέατρα τότε, με τον δικό του χαρακτήρα το καθένα. Και πόσα αμέτρητα, άλλα σημαντικά και άλλα ασήμαντα, σήμερα. Και πόσα μεγάλα γεγονότα, πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά σημάδεψαν πια τη ζωή μας. Σαν μια βαθιά ανάσα έπειτα από την ασφυξία της προηγούμενης δεκαετίας. Εργα καινούργια, μουσικές φρέσκες, βιβλία πολυσήμαντα, Φεστιβάλ Αθηνών, νεανικά καλλιτεχνικά κινήματα, 12η Αυλαία, Αρμα Θεάτρου, Ρεαλιστικό Θέατρο, συζητήσεις με τους θεατές, η Ραδιοφωνική Παιδεία με Θέατρα κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Κυριακή, με μεγάλα, καταξιωμένα, ελληνικά και ξένα έργα, λογοτεχνικές σελίδες, παραδοσιακή μουσική, εκπομπές λόγου και τέχνης και αμέτρητα άλλα ψυχαγωγικά και επιμορφωτικά προγράμματα. Και ταυτόχρονα νέες φιλολογικές και πολιτικές, αγωνιστικές, κινήσεις για μια καλύτερη πατρίδα και μια καλύτερη ζωή.

Κι εμείς οι ηθοποιοί για πρώτη φορά, έπειτα από πολλές προσπάθειες και δύο απεργίες (1958 και 1965), πετύχαμε τη Δευτέρα αργία και τις εννέα παραστάσεις κάθε εβδομάδα. Συλλογικές συμβάσεις, υποχρεωτική θεατρική παιδεία, εταιρικοί θίασοι του ΣΕΗ. Και συγκινούμαι και πάλι όταν σκέπτομαι τα δικαστήρια και τις συκοφαντίες τότε, για τον Μεσολογγίτη πρόεδρο κι εμένα γραμματέα του ΣΕΗ, αλλά και τη μαύρη λίστα πολλών ηθοποιών που συμμετείχαν στον αγώνα μας. Και μελαγχολώ βλέποντας σήμερα να έχουν καταργηθεί όλα. Μια κινεζική παροιμία λέει: «Είναι κατάρα να γεννηθείς σε μιαν ενδιαφέρουσα εποχή». Εμείς είχαμε αυτή τη μεγάλη τύχη-κατάρα, να ζήσουμε σε μια τέτοια εποχή.

Ετσι τελειώνει αυτή η δεκαετία των ελπίδων και αρχίζει η δεκαετία της απελπισίας. Με την αποστασία να προετοιμάζει και τη δικτατορία να ισοπεδώνει ό,τι μπόρεσε να χτιστεί μέχρι τότε.

Κι εμείς ακόμη και τώρα, με τα μεγάλα λάθη και τα ασίγαστα πάθη μας που εκμεταλλεύονται οι μεγάλοι «προστάτες» μας, προσπαθούμε να ξαναγεννηθούμε και να μην εξαφανιστούμε. Ζώντας σε μια αμφιλεγόμενη εποχή μιας παγκόσμιας αναταραχής. Οπως τη σημαδεύουν τρεις μεγάλοι μας δάσκαλοι, τρεις διαχρονικές, σοφές φωνές. Ο Παπανούτσος: «Στον αιώνα μας προοδεύσαμε, αλλά δεν ευτυχήσαμε». Ο Νόαμ Τσόμσκι: «Προβάλλονται τα ασήμαντα και εξαφανίζονται τα σημαντικά». Και ο Καζαντζάκης: «Παλεύουμε ακόμη ο πιθηκάνθρωπος να γίνει άνθρωπος».

Μακάρι η νέα γενιά να το πετύχει, χωρίς όμως να κάνει τα ίδια λάθη που κάναμε εμείς. Και χωρίς να ξεχνάμε ότι αιώνες τώρα οι Ελληνες αγωνιζόμαστε για να διώξουμε τους ξένους κατακτητές από τη χώρα μας. Και τώρα αγωνιζόμαστε για να μη διώξουν εμάς οι ξένοι από τη χώρα μας!