Ο Κώστας Βουτσάς είναι η χαρά της ζωής. Τα παιδικά παιχνίδια κάτω από το γραφείο του είναι το καλύτερο ντεκόρ για έναν άνθρωπο που στα 87 του δεν σταματάει να εργάζεται, να ζει την κάθε στιγμή και με ενθουσιασμό να μεγαλώνει με τησύζυγότου Αλίκη Κατσαβού το μικρότερο των παιδιών του, τον Φοίβο, σήμερα 19μηνών. Ο Βουτσάς δεν εκπροσωπεί απλώς εκείνον τον παλιό ασπρόμαυρο ή έγχρωμο κινηματογράφο που κάθε μέρα μπαίνει στο σπίτι μας από τις τηλεοράσεις. Δεν είναι απλώς ένας από την ηρωική φρουρά του Φίνου και των μπουλουκιών. Είναι και ένας άνθρωπος βαθιά φιλοσοφημένος, με σκληρά βιώματα από τον βασανισμένο αριστερό πατέρα του. Και με εμμονή στη φωτεινή πλευρά της ζωής.

Οταν σας τηλεφώνησα, μου είπατε πως κάνετε πρόβες.

Με τη Θεατρομάθεια, της γυναίκας μου Αλίκης Κατσαβού. Εχει τρειςπαιδικούςθιάσους. Εγώ παίζω μια διασκευή της «Ειρήνης» του Αριστοφάνη.Εχω παίξειτρίαχρόνια με τη γυναίκα μου, στο«Ενας στρογγυλοκέφαλος στη χώρα των μυτεροκέφαλων», έργο κατά του μπούλινγκ. Πάντα κάνω έργα με μηνύματα, τώρααντιπολεμικά.ΗΑλίκηείχεσύζυγο τον Τάκη Χρυσούλη, θα παίξουμε έργο του πιο μετά, το «Εταιρικοί νεκρικοί διάλογοι», μια κωμωδία. Κάνω και μια περιοδεία με Ποντίους, έναν υπέροχο ποντιακό θίασο. Εχω κατενθουσιαστεί. Δεν μπορείς να φανταστείς τι άνθρωποι είναι! Αφού τους είπα:Σας αγαπώ πολύ. Θα κάνω το όνομά μου Βουτσίδης.Είμαι και με τη Μιμή Ντενίση που τη θαυμάζω, ένα πανάξιο πρόσωπο. Τέσσερα χρόνια παίζαμε το «Σμύρνη μου αγαπημένη», έγινε χαμός. Θα γίνει και ταινία απόΕγγλέζους. Και θαπάμεκαι περιοδεία. Η Μιμή θέλει να γράψεικαιδεύτερο έργο, αλλά εμείς έχουμε εν τω μεταξύ «πεθάνει» όλοιστο πρώτο έργο, και έκανε ρόλο όπου παίζω τον δίδυμο αδελφό του πατέρα της.Εχουμε πολλή δουλειά, είναι δημιουργικόςάνθρωπος, έξυπνη, δεν είναι πονηρή, καιηθοποιόςπολύ καλή. Βγήκε ο φίλος μουΛάκης Λαζόπουλος,καιαυτόςσπουδαίος, δεν το συζητώ, κάτι ήθελε να κάνει ως σατιρικός ηθοποιός, τη σατίρισε.

Η Μιμή δεν κάθεται ποτέ!

Ε, κι εσείς όµως.

Κι εγώ! Δεν μπορώ να κάτσω.

Νέοι άνθρωποι και είναι χάλια.Εσείς πώςκινείστεαντίθετα;

Αμα κάτσω στο σπίτι, παθαίνω κατάθλιψη. Με έχουνκαλέσεισε πρεμιέρες τελευταία. Στην πρώτη μεέπιασαντακλάματα,γιατί δεν ήμουν πάνω στη σκηνή. Η δουλειά είναι υγεία, μόλις βγαίνεις έξω, τα ξεχνάς όλα.

Δεν έχετε σταματήσειποτέ;
Ποτέ. Τώρα που δεν έχω δουλειά, σηκώνομαι, διαβάζω, είμαι 87 ετών. Κλείνω περίπου 68 χρόνια ηθοποιός.

Πρώτη φορά πότε παίξατε;

Ημουν αθλητής. Ενα καλοκαίρι, μουλέειο προπονητής μου: Πήγαινε κατασκήνωση στη Μηχανιώνα. Πήγα γιαπροπόνηση, ανέβαινα στο γυμνάσιο της Μηχανιώνας, μια μέρα στην ταράτσαέκανανπρόβα, και ένας έκανε τονμεθυσμένο. Ετσι,ρε, γίνεται ο μεθυσμένος; του λέω. Κάν’ το εσύ, μου απαντά. Το κάνω. Μου λέει, εσύ θα το κάνεις.Ιδέα δεν είχα από θέατρο. Τέλος γυμνασίου αυτά, το 1948-49.Τοπαίζουμε σε κόσμο στη Μηχανιώνα. Γέλαγε ο κόσμος, ο στρατοπεδάρχης μού λέει τότε: Πήγαινε βόλτα έξω. Βγήκα από την κατασκήνωση και ο κόσμος μούφώναζε: Τι ωραίος που είσαι!Μετά πήγα στη Δραματική Σχολή Μακεδονικού Ωδείου, που δεν ήταν αναγνωρισμένη. Κατέβηκα τρεις φορές στην Αθήναγια να πάρωάδεια, με διώξανε. Δεν κάνεις για το θέατρο, μου είπαν. Τελικά μου δώσανε άδεια γιαμουσικόθέατρο μόνον, κι εγώ πήγασταμπουλούκια.

Τι είναι το μπουλούκι;

Πάμε σε χωριά μια ομάδα ηθοποιών, όλοι μεριδιούχοι. Παίζουμε σε τολ, καφενεία. Ερχεται ο κόσμος και μας δίνει τρόφιμα, γλυκά, φρούτα. Μια φορά παίζαμε σεστρατιωτικότολ. Ηταν ψηλά. Από κάτω μας ήταν το αποχωρητήριοτου στρατού. Φοβόμασταν μηγλιστρήσουμεκαι πέσουμε. Μια άλλη φορά στο χωριό Σάπες, τέλειωσε η παράσταση, δεν είχαμε πάει καλά. Ναυάγιο,φώναζε ο πρωταγωνιστής. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Εγώμπήκα σε φορτηγό με πατάτες και πήγαΚομοτηνή.Με πήρε ένας θίασος για έναν ρόλο.

Μεγάλο σχολείο τα μπουλούκια;

Μεγάλο! Δεν έκανες τον ηθοποιό. Ησουν ηθοποιός. Δεν έπαιζες τον ρόλο. Ησουν ο ρόλος. Δεν μπορούσες νακοροϊδέψεις. Οταν έκανα την Τούτσι και έβγαινα στον δρόμο, δεν με γνωρίζανε. Μαγείρευα, καθάριζα στοσπίτιμου. Ημουν γυναίκα, δεν έκανα τη γυναίκα. Και αυτό το έμαθα στο μπουλούκι. Ημασταν μιααγκαλιά αγαπημένη. Δεν υπήρχε βεντέτα, είχαμε και αντίσκηνο, κοιμόμασταν όλοι μαζί. Τότετα ‘χα με μιαΓερμανίδα. Κάναμε σεξ. Σκάσε Βουτσά, φώναζαν οι άλλοι.

Σινεμά, πότε είναι η πρώτη φορά;

Σινεμά έπαιξακομπάρσος. Ημουν φίλος με τον συγγραφέα Γιώργο Λαζαρίδη. Σπουδαίος άνθρωπος καιγλυκός.Με έστειλε σε έργο με Σάσα Ντάριο, Γιώργο Καμπανέλλη, Πέτρο Κυριακού.Είχαν φωτογραφίες της ταινίας σταΔιονύσιακαι πήγαινα δίπλα στη φωτογραφία για να με δουν πως έπαιζα κι εγώ. Στον Φίνο πήγα πιο μετά. Θα σου πω κάτι πολύ σοβαρό: η καριέρα δεν γίνεται με τα «ναι», γίνεται με τα «όχι». Αν κάνεις επιτυχία, πέφτουν όλοι πάνω σου. Ενας συνάδελφος έκανε μεγάλη επιτυχία, πέσανε όλοι πάνω του. Δεχόταν τα πάντα. Μου λέει, έχω ανάγκη. Κάτσε λίγο ακόμη με την ανάγκη, του λέω. Εξαφανίστηκε. Εχω πει πολλά «όχι».

Ναι, αλλά «όχι» λες αν έχεις προτάσεις.

Αν παίζεις θέατρο, ξεχωρίζεις.Στην αρχή παίζεις μικρούς ρόλους, πώς γίνανε σήμερα ο Χαραλαμπόπουλος, ο Φιλιππίδης, τα «ναι» είναιξεφτίλαπια. Παίζεις εδώ κι εκεί. Πιστεύω, ισχύει για όλες τις δουλειές. Ξέρεις τι λένε οι άλλοι αν είσαιπαντού; Αυτός έχει σκορπίσει. Να σου πω και κάτι που πιστεύω; Στο επάγγελμα δεν πας εσύ, σε τραβάει το επάγγελμα.

Σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα. Εσείς πού πρωτοδουλέψατε πριν μπείτε στο θέατρο;

Πούλαγα τσιγάρα σε μια μπάρα. Τότε πήγαπρώτηφορά σεγυναίκα,σε μπουρδέλο στον Βαρδάρη. Δώδεκα ετών ήμουν. Ημπάρα ήταν το χειρότερο είδος. Ο,τιλεφτάέβγαζα τα έδινα στη μάνα μου. Ημουν και παπατζής. Λαμόγιο, για την ακρίβεια, αβανταδόρος. Ο παπατζής είχε ένα τραπεζάκι τόσο δα. Βρίσκαμε το ψιμάρι, το θύμα. Ημαστε δυο – τρία λαμόγια. Ο παπατζής έβηχε, εγώ έπαιρνα τονπαπά,τον τσάκιζα, ξετσάκιζατον παπάκαι τσάκιζα άλλοφύλλο. Ερχοντανκάτι βλάχοι, τους σπρώχναμε να παίξουν. Εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και φώναζα ξαφνικά: Σύρμα! Ο πατέρας σου, οθείος σου! Τα λαμόγια φεύγανε.

Ο πατέρας σας;

Βασανισμένος άνθρωπος. Εδώ, ότανήρθαμεΑθήνα, δούλευε σε μαγαζί. Με τον αδελφό μου κοιμόμασταν έξω. Ο δρόμοςήταν χωμάτινος. Κάθε πρωί έβγαινα καιμούντζωνατον Θεό.Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, και εργοδηγός. ΛεγότανΑπόστολος. Κατά τηνΚατοχή ήλθαν ταγματασφαλίτες στο υπόγειο σπίτι μας στην οδό Δικαστηρίων στη Θεσσαλονίκη. Του είπαν να υπογράψει δήλωση. Τον δείρανε μπροστά μου πολύ. Οχι στο πρόσωπο, στο στήθος. Εκείνη την περίοδο έπαθε φυματίωση. Τον πήγαιναν στο τμήμα, τον περνάγανε με χάρακα σιδερένιο και τον βρίζανε: Αλήτη κομμουνιστή, υπόγραψε, ρε. Τον βάλανε υπό κράτηση σε ένανστάβλοπου βρώμαγε κοπριά στο Ασβεστοχώρι. Πηγαίναμεμε ταπόδια για να τον δούμε απότη Θεσσαλονίκηγια να γλιτώσουμε χρήματα. Κάποιος μεσολάβησε και δενπήγε εξορία ο πατέρας μου, αλλά έπαθε τέτοια ζημιά από φυματίωση… Στο σπίτι έτρωγε ξεχωριστά από εμάς.

Εσείς είχατε κάποια δράση;

Εγώ ήμουν Αετόπουλο. Εκεί πουσκότωσαντον Λαμπράκη, υπήρχε ένας τρούλος. Ο πατέρας μου εκείτύπωνεπροκηρύξεις.Τις έβαζα στην τσέπη μου και τιςέριχνασε κινηματογράφους. Ο Μακρής πουεμπλέκεται στον φόνο Λαμπράκη με είδε, έμενε κοντά μας. Ηλθε σπίτι μου, πουλάγαμε και γυαλικά με τη μάνα μου στην οδό Βενιζέλου, και ψιθύρισε στη μάνα μου: Πρόσεξε μην ξανακάνει αυτό τοπράγμα.Μια μέρα κάνανε οιΓερμανοίγυμναστική στην Πλατεία Δικαστηρίων. Κάποιοςπέταξεχειροβομβίδα από το Εγνατία Παλάς πουήταν τότε πολυκατοικία.ΟιΓερμανοίπάνω απ’ το διοικητήριο είχανε πολυβόλα και χτυπάγανε. Πήγαινα εκείνη τη στιγμή με έναν κουβά για να φέρω νερό πίσω από τη Μητρόπολη. Μας βάλανε σεδημόσιο αποχωρητήριο στα Λουτρά Παράδεισος. Η μάνα μου με έψαχνε, τελικά δεν ξέρω πώς το έμαθε. Στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας μας ήταν ένας ταγματασφαλίτης, ο Κωνσταντινίδης. Τον παρακάλεσε η μάνα μου και ήλθεαυτόςκαι με έβγαλε απόκει.

Γι’ αυτά όλα ψηφίζετε ΚΚΕ πάντα;
Βέβαια. Κοίτα, εγώ δεν μπορώ να είμαι ενεργός κομμουνιστής, έχω δουλειές, παραστάσεις, όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τον πατέρα μου. Ψηφίζω ΚΚΕ, στηρίζω ΠΑΜΕ για να κάνω αφόρητη τηνίκηαυτών που κυβερνάνε. Θέλω δυνατό το ΚΚΕ.

Τώρα;

Τώρακυβερνάνεη Μέρκελ και ο Μακρόν.

Τον Τσίπρα τον συμπαθείτε;

Δεν τον πιστεύω, πολιτικά. Αλλα είπε και άλλα έκανε. Είναι έξυπνος πολύ όμως. Δύσκολαπολύσήμερα. Και η ΝΔ έχει εξαφανιστεί.

Μα η ΝΔ δημοσκοπικά καλπάζει.

Κρατώ μικρό καλάθι. Στις εκλογές ο κόσμος κάνει αυτό που έχει βαθιά μέσα στην ψυχή του.

Η Χρυσή Αυγή;

Είναι ένα αγκάθι. Επί χούντας, μας καλούσανε σε διάφορες δεξιώσεις κι έπρεπε να πάμε. Εγώπήγαιναγιατί είχαοικογένεια. Μια μέρα οι χρυσαυγίτες μού βγάλανε φωτογραφία με τον Παπαδόπουλο που τσουγκρίζω αβγό. Εγώ γελώ με αυτά. Αλλα πρεσβεύω, αλλά τότε αυτά έγιναν σε συνθήκη πίεσης. Σε καλούσαν στη Γυάρο.Υπήρχαν βέβαια ηθοποιοί που αντιστάθηκαν. Ο Παράβας, ας πούμε, πήγε εξορία. Αυτά ήταν τότεμέσα στη ζωή σου. Πήγαινες στο κέντρο Νεράιδα, ήταν εκεί οι χουντικοί.

Το ’60 υπήρχε μια Ελλάδα συγκλονιστική. Αλλά και αντιφατική.Σε ποια Ελλάδα ανήκατε;

Ημουν στο στρατιωτικό θέατρο, μάθανε πως υπάρχει καλός ηθοποιός στη Θεσσαλονίκη. Με κατέβασε η Καλή Καλό.Στην Αθήνα, πήγα στο Περοκέ δύο φορές, περιοδεία, είχα προτάσεις. Εκεί την πρόδωσα την Καλή. Επαιξα σε Μπουρνέλη. Ανέβαινα σιγά σιγά. Ο Φίνος ήταν στα πάνω του. Τα ‘χα με τη Σπεράντζα τότε, ήμασταν φίλοιαπότη Θεσσαλονίκημε τον Δαλιανίδη. Μου διαβάζει μια μέρα το σενάριο του «Κατήφορου». Τρελάθηκα. ΠαίξαμεμεΚούρκουλοτον «Κατήφορο» και από τότε πήρα τον… ανήφορο. Επαιξα πολύ με τον Δαλιανίδη, όλοι τον αγαπούσαν!

Τι σινεμά έκανε;

Της εποχής θέματα. Πολλοί καλοί ηθοποιοί, όλοι ωραίοι.

Λεφτά είχατε;

Τότε, να φανταστείς, ήταν1.400 δρχ. το μηνιάτικο στο θέατρο, βασικός μισθός. Εγώ έπαιρνα μεροκάματο 6.000 δρχ.Η Αλίκη 8.000. Η Βλαχοπούλου8.000. Ημασταν τα τρία βήτα.Μου λέει τότε η Αλίκη: Δεν κάνεις δικό σου θίασο, να έχεις τον Βουτσά τζάμπα; 40 χρόνια είχα θίασο δικό μου,αλλά δεν είχα το εγώ, σκεφτόμουν πάντα το εμείς.

Το μυστικό επιτυχιών των ταινιών του ’60;

Ηταν η ζωή μας. Η ζωή του κόσμου.

Ναι, αλλά ξεπεράστηκε αυτή η ζωή, οι ταινίες όμως αγαπιούνται…

Μα γιατί οι μεγάλοι θέλουν να ξαναζήσουν και οι νέοι να δουν πώς ήταν εκείνη η εποχή!Σήμερα δεν μπορεί να γράψει ο συγγραφέας έργο. Γίνονται δεκαπέντε ληστείες την ημέρα.Παρότι οι ηθοποιοί σήμερα είναι καλύτεροι από εμάς, τότε μας φέρνανε το έργο κοστούμι.Ξέρανε πώς παίζουμε. Τώρα οι ηθοποιοί ψάχνουν τους ρόλους.Η τηλεόραση όμως κατέστρεψε τον κινηματογράφο. Ετσι καταστράφηκε ο Φίνος.

Συνεργαστήκατε πολύ με τους Καραγιάννη – Καρατζόπουλο.

Εκανα μεγάλη επιτυχία. Σπουδαία εταιρεία. Με πήρε μια μέρα ο Καραγιάννης και μου έδωσε τα διπλάαπότον Φίνο,απλά.

Δεν ήταν ίδιας ποιότητας του Φίνου οι ταινίες αυτές;

Οχι. Λίγο βιαστικά γυρισμένες.Ο Κώστας Καραγιάννης όμως ήταν πανέξυπνος και γλυκό παιδί. Συνεργαστήκαμε άριστα.

Το ’80 πάντως στις ταινίες του Βασίλη Βαφέα είδαμε έναν άλλο Βουτσά.

Καταπληκτικός σκηνοθέτης, τον λαχταρούσα. Μια δημοσιογράφος με πρότεινε σε αυτόν. Πήγα, γίναμε φίλοι πολύ. Μπήκα στο πνεύμα του Βαφέα, δεν ζήτησα να μπει αυτός στο δικό μου.

Διδάσκεστε, στο πανεπιστήμιο. Το ξέρετε, φαντάζομαι.

Επαιζα στο Ηβη. Ηλθε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κυριακού με τον Γιάννη Σολδάτο και μου είπαν πως θα με κάνουν βιβλίο – μονογραφία. Τελικά με έπεισε. Μιλήσαμε πολύ για τη ζωή μου με τον Κυριακού, για όλα. Οταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου,κόντεψαναλιποθυμήσω.

«Οι γυναίκες δεν είναι πάθος, είναι αποστολή»

Στα παιδιά σε απόγνωση τι συμβουλεύετε;

Οταν θέλει να δουλέψει και παίρνει 2 ευρώ την ώρα, τι να του πω εγώ; Ξέρεις γιατί φύγανε τόσα παιδιά στο εξωτερικό; Και όλα έχουν πετύχει! Γιατί εκεί τουςεκτιμάνε.Εδώ διαλέγουν τον πιο φτηνό. Η Θοδώρα, η κόρη μου,πήγε στην Ολλανδία όπου δεν ξέρουν τον Βουτσά, έκανε και κάνει μεγάλη επιτυχία ως ηθοποιός! Η Νικολέτα μου πήγε στην Αγγλία, ψυχολόγος, έχει μεγάλη επιτυχία.

Πώς είναι η ζωή σας με τον γιο σας Φοίβο;
Με το παιδί μου τον Φοίβο, που είναι 19 μηνών, θαπάρω είκοσιχρόνιαζωής. Να πω για τον γιατρό Μαστρομηνά που έχει κλινική και μας βοήθησεπολύ, σπουδαίος.

Ο Φοίβος είναι πανέξυπνος, όλα τα παιδιά σήμερα. Παίρνει το κινητό της μάνας του. Εγώ έχω ένα κινητό και δεν ξέρω να το χρησιμοποιήσω.

Εχετε πάθος με γυναίκες;

Οι γυναίκες δεν είναι πάθος, είναι αποστολή. Τη γυναίκα πρέπει να την ευχαριστήσεις, να τη δεχθείς, να την ευτυχίσεις, να τηςαφοσιωθείς. Εμένα όλες οι γυναίκες με αγαπάνε!