Πέρασαν περίπου έξι χρόνια από τότε που ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος άφησε την Αθήνα για να ζήσει στο Βερολίνο λόγω «αυτού του γκρίζου κλίματος». Δεν σχεδίαζε, παρόλη την πείρα του σε τηλεόραση, κινηματογράφο και θέατρο, να εργαστεί εκεί ως ηθοποιός. Συνέβη, όμως, σε παραστάσεις σκηνοθετημένες μεταξύ άλλων από τον Τόρστεν Φίσερ και κάπως έτσι, άμα τη επιστροφή του στην Ελλάδα, η ελληνική σκηνή τον υποδέχτηκε επίσης ως σκηνοθέτη(«Καζιμίρ και Καρολίνα» και «Το στρίψιμο της βίδας»). Αυτή τη φορά, εκτός από τη μετάφραση, τον φωτισμό, την μουσική επιμέλεια και τη σκηνοθεσία του τσεχοφικού «Θείου Βάνια», αναλαμβάνει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στο πλάι της Θάλειας Ματίκα, του Βασίλη Μπισμπίκη και άλλων. Ο ήρωάς του, φιλότιμος διαχειριστής ενός κτήματος του γαμπρού του, αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται διαψευσμένα οράματα, προδομένες ιδέες και σβησμένα πάθη. «Θα ‘θελα να διαγράψω το παρελθόν», λέει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής. Μια επιθυμία που όσο οικουμενική τη θεωρεί ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, άλλο τόσο αποκαλυπτική θεωρεί την αναμέτρηση μαζί της.

Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που συναντήσατε στο βερολινέζικο θεατρικό περιβάλλον και σας έκανε να πείτε «είμαι όντως σε άλλη χώρα»;

Ομολογώ ότι, ως προς το θέατρο –αν εξαιρέσουμε τη δυσκολία της διαφορετικής γλώσσας –δεν ένιωσα καθόλου έξω από τα νερά μου. Ηταν σαν να συνεχίζω να δουλεύω στην Ελλάδα και αυτό με εντυπωσίασε πολύ. Εκεί κατάλαβα έμπρακτα ότι το θέατρο είναι μία κοινή, ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποί του και που είναι αναγνωρίσιμη και κατανοητή ανεξαρτήτως χώρας. Οι μεγάλες διαφορές ήταν στην απλή καθημερινή ζωή. Ο οδηγός του λεωφορείου έλεγε «καλημέρα» σε κάθε επιβάτη που έμπαινε. Οι μη γερμανοί κάτοικοι ήταν πλήρως ενσωματωμένοι κοινωνικά. Οι δρόμοι, καθαροί. Οι δημόσιοι χώροι, προσεγμένοι. Το κράτος, υποστηρικτικό στον πολίτη, η ιατρική περίθαλψη, άψογα οργανωμένη και πολλά άλλα ακόμα.

Και ποιο ήταν το πρώτο πράγμα στον ελληνικό θεατρικό χώρο που αντικρίσατε επιστρέφοντας και σας έκανε να πείτε «είμαι όντως πίσω στη χώρα μου»;

Συνάντησα μία γενική μιζέρια. Μία περίεργη έκπτωση. Μία έλλειψη τρέλας. Πράγματα που φυσικά είναι συνδεδεμένα με την κοινωνική ζωή και γι’ αυτό υπάρχουν και στο θέατρο. Γι’ αυτό άλλωστε και έφυγα. Είχα νιώσει να έρχεται αυτό το γκρίζο κλίμα.

Θα θέλατε να εξηγήσετε γιατί επιλέξατε τον «Θείο Βάνια» αποφεύγοντας τη λέξη «διαχρονικός»;

Είναι δύσκολο να περιγράψεις τι σε κινεί να ανεβάσεις ένα έργο. Πολλές φορές, είναι ένα περίεργο ένστικτο, που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Αλλά πέραν αυτού, ο Βάνιας μιλά για ανθρώπους απογοητευμένους. Για όνειρα χαμένα. Για τη ματαιότητα της ζωής. Για τη γελοιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θέματα δηλαδή που απασχολούσαν πάντα τον άνθρωπο και θα τον απασχολούν για πάντα. Τα έργα του Τσέχοφ έχουν ένα βαθύ αίσθημα, κρύβουν μεγάλες αλήθειες και μιλούν άμεσα στον θεατή με έναν λόγο απλό. Είναι μεγάλη εμπειρία να ασχολείσαι με αυτά τα έργα και νιώθω τυχερός που για τρίτη φορά μετά τον «Γλάρο» και τον «Βυσσινόκηπο» ασχολούμαι με έργο του Τσέχοφ. Αυτήν την φορά βέβαια και με τον ρόλο του σκηνοθέτη.

Αν έπρεπε να περιγράψετε τη σκηνοθετική σας προσέγγιση σε ένα παιδί, τι θα του λέγατε;

Θα έλεγα απλά την ιστορία. Ενας κύριος είναι πολύ ερωτευμένος με μία παντρεμένη γυναίκα. Εκείνη όμως δεν τον αγαπά. Αλλά κι αυτή δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη με τον άντρα της. Ο κύριος αυτός, λοιπόν, μπαίνει μια μέρα στο σπίτι και βλέπει τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος να φιλιέται με τον καλύτερό του φίλο. Και τότε εκείνος απελπίζεται.

Αναλάβατε και τη μετάφραση. Ποιες πτυχές του κειμένου θέλατε να αναδείξετε;

Τις περισσότερες φορές που σκηνοθετώ αναλαμβάνω και τη μετάφραση. Για μένα είναι μέρος της σκηνοθεσίας. Είναι η βάση όλης της σκηνοθετικής γραμμής. Τα πρόσωπα του Τσέχοφ μιλούν μια απλή καθημερινή γλώσσα. Η ποίηση των έργων του βγαίνει ξαφνικά, μέσα από μικρές, αναπάντεχες καθημερινές στιγμές. Θα μπορούσαμε να το πούμε «ποίηση της καθημερινότητας». Οπως όταν βλέπεις ξαφνικά μία γυναίκα στη γωνία ενός δρόμου να ανάβει απλά ένα τσιγάρο και κολλάς πάνω της γιατί, ξαφνικά, μέσα στον βρώμικο και γεμάτο θόρυβο δρόμο, αυτή η εικόνα είναι ποιητική.

«Θα ‘θελα να μπορούσα να διαγράψω το παρελθόν», λέει κάποια στιγμή ο Βάνιας. «Να ξυπνήσω ένα πρωί, να έχει ήλιο και ησυχία και ν’ αρχίσω μια καινούργια ζωή. Ν’ αρχίσω απ’ την αρχή». Εχετε αναμετρηθεί εσείς με αυτή την επιθυμία;

Το παρελθόν λειτουργεί καθοριστικά, σε κάθε άνθρωπο. Αναμετριέμαι καθημερινά μαζί του και ομολογώ ότι υπήρξε πολλές φορές βασανιστικό.

Ευτυχώς, τώρα πια και μετά από πολλή δουλειά, το παρελθόν έχει πάψει να είναι για μένα ένα βαρύ φορτίο. Δίνω όμως ραντεβού μαζί του τα τελευταία 5 χρόνια το λιγότερο μία φορά τη βδομάδα. Αντί να το αποφεύγω, όπως παλιά, επιδιώκω μόνιμες και σταθερές συναντήσεις μαζί του. Αν δεν δουλέψεις πάνω στο παρελθόν και δεν το αποδεχτείς, έρχεται συνέχεια και σου χτυπάει την πόρτα.

Η αναμέτρηση με το παρελθόν σε κάνει να καταλάβεις ποιος είσαι. Και αν καταλάβεις ποιος είσαι αρχίζεις να καταλαβαίνεις και τους ανθρώπους γύρω σου. Τους αποδέχεσαι γι’ αυτό που είναι.

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι από το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας, τι θα ήταν αυτό;

Δεν θα άλλαζα απολύτως τίποτα. Ολα συμβαίνουν γιατί πρέπει να συμβούν. Και αν θέλεις κερδίζεις από όλα.

Κι αν έπρεπε να προσθέσετε στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο κάτι που του λείπει, τι θα διαλέγατε;

Να ασχοληθεί το κράτος σοβαρά με τον πολιτισμό. Γενικά με την παιδεία.