Εξαιρετικά ήπια είναι η στάση που τηρεί το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), το συμβουλευτικό όργανο του ΥΠΟΙΚ με επικεφαλής τον Γιώργο Χουλιαράκη, για την έκθεση του ΔΝΤ.

Το μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο για τον Αύγουστο περιλαμβάνει κριτική για τις θέσεις του Ταμείου σε πολύ διαφορετικό ύφος από  την επιστολή του κ. Ψαλιδόπουλου, αλλά και από την κριτική που ασκήθηκε από κυβερνητικές πηγές και μέσα από την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.

Το δελτίο που αναρτάται στον ΟΔΔΗΧ περιγράφει τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας με πρώτο απ’ όλα την έκθεση του ΔΝΤ. Ωστόσο, περιέχει πέρα από το θέμα βιωσιμότητας χρέους και μία άλλη πτυχή της έκθεσης: την θέση του Ταμείου για «τη μετάβαση σε ένα μείγμα φιλικότερης προς την ανάπτυξη και χωρίς αποκλεισμούς δημοσιονομικής πολιτικής για τη μακροπρόθεσμη στήριξη της ανάπτυξης».

Όπως σημειώνεται στο δελτίο του ΣΟΕ, το ΔΝΤ τονίζει ότι «η Ελλάδα δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά μια στροφή προς ένα φιλικότερο για την ανάπτυξη και χωρίς αποκλεισμούς μείγμα δημοσιονομικών πολιτικών, το οποίο αποτελεί τον βασικό στόχο πολιτικής της Μεσοπρόθεσμης Δημοσιονομικής Στρατηγικής των (ελληνικών) αρχών».

Η θέση του ΔΝΤ

Το ΔΝΤ όμως λέει και άλλα, που έχουν σχέση με τη μείωση των ασφαλιστικών «χαρατσιών» και του συντελεστή ΦΠΑ, αλλά με «ανταλλάγματα».

Ειδικότερα, εκτιμά ότι ακόμη και στο σενάριο που υπάρξει πλήρης και επιτυχής εφαρμογή όσων έχουν συμφωνηθεί, η ανάπτυξη μπορεί να αποδειχθεί χαμηλότερη από τις προσδοκίες. Και αυτό λόγω των δυσμενέστερων επιπτώσεων από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στην ανάπτυξη ή χαμηλότερων επιδόσεων στην ανάκαμψη των επενδύσεων.

Έτσι, το Ταμείο ζητά η δημοσιονομική πολιτική να εξισορροπηθεί σημαντικά για την καλύτερη στήριξη της ανάπτυξης, μεταξύ άλλων, μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ενίσχυσης του κοινωνικού πλέγματος προστασίας με έναν τρόπο όμως «δημοσιονομικά ουδέτερο».

Το χρέος

Αναφορικά με το χρέος, στο Δελτίο αναφέρεται ότι «το ΔΝΤ υπογραμμίζει τα επιτεύγματα και τους κινδύνους, καθώς και τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους μεσοπρόθεσμα». Το ΣΟΕ επισημαίνει ότι «οι ελληνικές αρχές χαιρετίζουν τις αναθεωρημένες μεσοπρόθεσμες προβλέψεις» του Ταμείου «μετά τα σημαντικά σφάλματα προβλέψεων του ΔΝΤ για τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2016 και του 2017».

Αλλά και ότι «οι υποθέσεις του Ταμείου για την ανάπτυξη και τα επιτόκια αναχρηματοδότησης από την  αγορά  είναι υπερβολικά απαισιόδοξες δεδομένων των σημερινών χαμηλών ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας και των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων».

Στην επιστολή του που συνόδευε την έκθεση του Ταμείου, ο έλληνας εκπρόσωπος σε αυτό, κ. Ψαλιδόπουλος, είχε εκφράσει την αντίθεση της κυβέρνησης από τις θέσεις του ΔΝΤ, ενώ άφησε αιχμές για μία σταθερά απαισιόδοξη στάση του Ταμείου και επισήμανε ότι αγνοούνται σημαντικά επιτεύγματα της κυβέρνησης και της οικονομίας.

Το βασικό σενάριο του ΔΝΤ είναι σύμφωνο με το αρνητικό σενάριο της ΕΕ και της Ελλάδας. Βασίζεται σε ένα χαμηλότερο σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων, σε ανεπαρκή αξιολόγηση του αντίκτυπου των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σε σημαντικά πιο απαισιόδοξους ρυθμούς αναχρηματοδότησης σε σύγκριση με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα της αγοράς, επισήμανε.

Αλλά και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ανέφερε για τη στάση του ΔΝΤ ότι «προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι δεν ποσοτικοποιεί την επίπτωση των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη γίνει», ενώ για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις το 2019 και μείωση του αφορολόγητου το 2020, αναφέρει ότι το ΔΝΤ χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα μέτρα ως διαρθρωτικά αλλά η σύστασή του «εξαντλείται σχεδόν αποκλειστικά στην εφαρμογή αυτών των μέτρων και αναφέρεται ελάχιστα σε άλλες μεταρρυθμίσεις όπως η δημοσιονομική διαχείριση, η φορολογική συμμόρφωση και η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών».