Ο προληπτικός έλεγχος των ματιών σε τακτά χρονικά διαστήματα όχι μόνο μπορεί να ανιχνεύσει εγκαίρως τυχόν νοσήματα που μειώνουν την όραση, αλλά και να εντοπίσει χρόνια προβλήματα υγείας που αρχίζουν από άλλα όργανα και συστήματα.

Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι πολλά χρόνια νοσήματα – από τον διαβήτη και την καρδιοπάθεια μέχρι ορισμένες μορφές καρκίνου και σπάνια νοσήματα– μπορεί να αποτυπωθούν στα μάτια, προκαλώντας χαρακτηριστικές βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία τους, στην εξωτερική επιφάνεια (βλέφαρα, επιπεφυκότας, κερατοειδής) ή στο εσωτερικό τους (αμφιβληστροειδής).

Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις τα νοσήματα αυτά γίνονται για πρώτη φορά αντιληπτά από τον οφθαλμίατρο. Εχει βρεθεί λ.χ. ότι ποσοστό έως και 30% των ασθενών με υπέρταση μαθαίνουν ότι πάσχουν από αυτήν όταν ο οφθαλμίατρος εντοπίζει χαρακτηριστικές αλλοιώσεις στα μάτια – το ίδιο και ποσοστό έως 20% των πασχόντων από διαβήτη.

Πόσο συχνά, όμως, πρέπει να ελέγχει κανείς την όρασή του; «Η συχνότητα του τσεκάπ εξαρτάται από παράγοντες όπως η ηλικία, το ιατρικό ιστορικό και ο κίνδυνος εκδηλώσεως οφθαλμολογικών προβλημάτων», απαντά ο χειρουργός-οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος – Ιωάννης Κανελλόπουλος, καθηγητής Κλινικής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι γενικές οδηγίες έχουν ως εξής:

Στα παιδιά: Υπάρχουν τρεις ηλικίες-σταθμοί για την υγεία των ματιών. Ο πρώτος είναι η νεογνική ηλικία κατά την οποία ο παιδίατρος κάνει την πρώτη οφθαλμολογική εκτίμηση αναζητώντας προβλήματα όπως ο στραβισμός ή η αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι).

Ο επόμενος έλεγχος πρέπει να γίνει στα 3 έτη και ύστερα όταν το παιδί αρχίζει το σχολείο (σε ηλικία 5 ή 6 ετών). Από κει και πέρα, έλεγχος μπορεί να γίνεται προληπτικά κάθε ένα ή δύο χρόνια, εφόσον δεν έχει διαγνωστεί κάποιο πρόβλημα.

Στους εφήβους: Είναι απαραίτητος ένας έλεγχος σε ηλικία περίπου 15 ετών διότι είναι η συνηθέστερη ηλικία εμφάνισης του κερατόκωνου (πάθηση κατά την οποία λεπταίνει ο κερατοειδής και αποκτά κωνικό σχήμα, συνήθως και στα δύο μάτια).

Στους ενηλίκους: Αν δεν υπάρχουν χρόνια προβλήματα υγείας ούτε οράσεως συνιστάται έλεγχος κάθε 5-10 χρόνια στις ηλικίες 20 έως 39 ετών, κάθε 2-4 χρόνια στις ηλικίες 40-54 ετών, κάθε 1-3 χρόνια στις ηλικίες 55-64 ετών και κάθε 1-2 χρόνια μετά τα 65.

Ο έλεγχος θα πρέπει να είναι πιο συχνός (συνήθως μία φορά τον χρόνο ιδίως μετά τα 40) σε όσους φορούν γυαλιά ή φακούς επαφής, έχουν οικογενειακό ιστορικό οφθαλμοπαθειών ή πάσχουν από γνωστά χρόνια προβλήματα υγείας (λ.χ. διαβήτη) που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των ματιών, τονίζει ο δρ Κανελλόπουλος.

Τι περιλαμβάνει

Στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου, ο οφθαλμίατρος λαμβάνει πλήρες ατομικό και οικογενειακό ιστορικό του ασθενούς (π.χ. χρόνια προβλήματα υγείας, χρήση φαρμάκων, ιστορικό αλλεργίας, δυνητικά συμπτώματα, οικογενειακό ιστορικό για γλαύκωμα, εκφύλιση ωχράς κ.λπ.) και τον υποβάλλει σε μερικές βασικές εξετάσεις.

Οι εξετάσεις αυτές είναι η κλασική κλινική εξέταση που προσδιορίζει τυχόν διαθλαστικό σφάλμα των οφθαλμών (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμό και μετά τα 40 έτη πρεσβυωπία), ο έλεγχος της οπτικής οξύτητας (είναι η ικανότητα των ματιών να εντοπίζουν τις λεπτομέρειες σε μία εικόνα σε συγκεκριμένη απόσταση), η σύγκριση της αντίληψης του φωτός μεταξύ των δύο ματιών και η εξέταση του βυθού του ματιού (πραγματοποιείται με ειδικό οφθαλμοσκόπιο εφοδιασμένο με φακό).

Το ιδανικό είναι να μετριέται κάθε φορά και η πίεση στο εσωτερικό των ματιών (ενδοφθάλμια πίεση) και ει δυνατόν από την παιδική ή εφηβική ηλικία, διότι όσο το δυνατόν νωρίτερα στη ζωή αρχίσει ο έλεγχός της, τόσο το καλύτερο, επισημαίνει ο δρ Κανελλόπουλος.

Μετά τα 50 (ή νωρίτερα, αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό) μπορεί να γίνονται πιο ειδικές εξετάσεις για γλαύκωμα και από τα 65 και μετά έλεγχος για καταρράκτη, ενώ ειδικά στα παιδιά γίνεται έλεγχος και της στερεοσκοπικής όρασης (δείχνει πόσο καλή είναι η συνεργασία των ματιών).