Τι ήταν αυτό που μας έλαχε προχθές; Να μη σε αναγνωρίζει ο πιο δικός σου «άνθρωπος», ο πιο πολύ κι από αδελφός σου που λέει ο λόγος; Να χτυπάς την πόρτα του και να μη σου ανοίγει; Να την ξαναχτυπάς και να σε ρωτάει «Ποιος είναι;». «Εγώ» να φωνάζεις και να κάνει ότι δεν σε ξέρει; Να σε ρωτάει στην ψύχρα «Και ποια είσαι εσύ»; «Εγώ καλέ, δεν με βλέπεις από το «ματάκι»» να απαντάς και να σφυρίζει αδιάφορα. Επιστρατεύεις τότε την τσαχπινιά σου, αρχίζεις να τραγουδάς Γαρμπή «Μια φορά κι έναν καιρό / μου ‘πες δεν θα με ξεχνούσες / μα ξεχνάς ποια είμαι εγώ / είμαι η Πέπη που αγαπούσες», το γυρίζεις σε Μοσχολιού «Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ / εδώ είν’ ο Παράδεισος κι η Κόλαση εδώ», αλλά επιμένουν να σου απαντάνε με Μητσιά: «Μη χτυπάς, να σ’ ανοίξουνε μη χτυπάς / σε μια πόρτα κλειστή που κανείς δεν σ’ ακούει».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ