Το ερώτημα για το τι συνιστά «δίκαιο πόλεμο» έχει μεγάλο βάθος, καθώς συναντάμε την απαρχή του ήδη στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα. Από τότε βλέπουμε να διατυπώνονται τα βασικά ερωτήματα που αφορούν τη νομιμότητα του πολέμου (jus ad bellum) και τις νόμιμες συνθήκες διεξαγωγής του (jus in bello). Ερωτήματα όπως αυτά που αφορούν τη δίκαιη αιτία, την αρμοδιότητα, την αγαθή πρόθεση, την αναλογικότητα ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς και το εάν η ειρήνη τίθεται ως τελικός σκοπός. Αυτά τα ερωτήματα αφορούν τόσο το πώς και από ποιους κηρύσσεται ένας πόλεμος όσο και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται, ως προς την αναλογικότητα και ως προς την προστασία των αμάχων. Ερωτήματα που δεν αφορούν μόνο αφηρημένα φιλοσοφικά επιχειρήματα αλλά και το πώς διατυπώνεται το διεθνές δίκαιο και ορίζεται η ίδια η έννοια του εγκλήματος πολέμου.

Τα ερωτήματα αυτά έγιναν πολύ πιο έντονα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτό γιατί παρότι η συμμαχική πολεμική προσπάθεια έμεινε στη συλλογική μνήμη ως ο κατεξοχήν «δίκαιος πόλεμος», αυτός που κατάφερε να τσακίσει τις δυνάμεις του Αξονα, με τα εγκλήματά τους, από τη βάναυση κατοχή χωρών, έως το Ολοκαύτωμα, την ίδια στιγμή ήταν ο κατεξοχήν «ολοκληρωτικός πόλεμος». Ο πόλεμος, δηλαδή, που με αποκορύφωμα τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν έκανε διάκριση μαχητών και αμάχων και που θεωρήθηκε πως νόμιμο μέσο για τη διεξαγωγή του είναι οτιδήποτε συνέβαλλε στην πολεμική προσπάθεια.

Η μεταπολεμική περίοδος σφραγίστηκε από την αποσαφήνιση της έννοιας του εγκλήματος πολέμου, αλλά και από τις πολλαπλές παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου. Οι πόλεμοι κατά των αντιαποικιακών κινημάτων συχνά αντιμετώπισαν τους αποικιακούς πληθυσμούς ως συνυπεύθυνους με τα αντάρτικα, αφού τους παρείχαν καταφύγιο και υποστήριξη, και τους αντιμετώπισαν βίαια. Η προσπάθεια παρέμβασης σε ανοιχτές συγκρούσεις εντός Ψυχρού Πολέμου περιλάμβανε επιδείξεις βαναυσότητας, από τις ΗΠΑ στο Βιετνάμ έως σοβιετική εμπλοκή στο Αφγανιστάν.

Το ερώτημα της τρομοκρατίας

Η περίοδος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» όχι μόνο εισήγαγε την έννοια του προληπτικού πολέμου (σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή ταύτιση του δίκαιου πολέμου με τον αμυντικό πόλεμο) αλλά και προσπάθησε να διαμορφώσει μια ιδιότυπη αναίρεση κάθε προστασίας των αιχμαλώτων μέσα από την έννοια των «εχθρικών μαχητών» (enemy combatants) που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε ως αιχμάλωτοι πολέμου ούτε ως απλώς διωκόμενοι, αλλά ως κρατούμενοι άνευ δικαιωμάτων στους οποίους μπορούν να γίνουν ακόμα και βασανιστήρια σε κάποιο black site. Και βέβαια η ίδια η έννοια της τρομοκρατίας, έννοια που αφορά τόσο το εσωτερικό δίκαιο όσο και το διεθνές, αποτελεί ακόμη ένα ανοιχτό ερώτημα ως προς το πώς μπορεί να οριστεί επακριβώς και κυρίως ως προς το εάν και σε ποιον βαθμό δικαιολογεί τιμωρητικές πρακτικές απέναντι σε ευρύτερους πληθυσμούς, όπως είδαμε στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στη Γάζα.

Σε όλα αυτά μπορούμε να προσπαθήσουμε να σχηματοποιήσουμε απαντήσεις και κάποιες οριοθετήσεις. Ωστόσο από ένα σημείο και μετά διαπιστώνει κανείς ότι δύσκολα μπορούν αυτές οι απαντήσεις να είναι οριστικές χωρίς τον κίνδυνο να καταλήξει, ξεκινώντας π.χ. από την προσπάθεια προσδιορισμού των νόμιμων στόχων, στο να προτείνει μια παραλλαγή «ολοκληρωτικού πολέμου» που δεν θα κάνει διάκριση ανάμεσα σε μαχητές και αμάχους, π.χ. όταν οι μαχητές βρίσκουν καταφύγιο μέσα στον άμαχο πληθυσμό ή έχουν κοινωνική και πολιτική υποστήριξη και νομιμοποίηση. Αντίστοιχα, ακόμα και η έννοια του δίκαιου αμυντικού πολέμου γίνεται πιο δύσκολη όταν μιλάμε για μια αντιπαράθεση με βάθος και συχνά ευθύνες και από τις δύο πλευρές. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι, σε πείσμα της ελπίδας του Καντ ότι οι δημοκρατίες δεν κάνουν πόλεμο, ουκ ολίγοι πόλεμοι (συχνά «άδικοι») από δημοκρατίες αποφασίστηκαν και με λαϊκή υποστήριξη κιόλας.

Πόλεμος, μια «κατάσταση εξαίρεσης»

Αυτό μάς φέρνει στη σκέψη ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να «κανονικοποιηθεί» και άρα να ενταχθεί σε μια πλήρη δεοντολογία. Ο πόλεμος εξ ορισμού συνιστά μια «κατάσταση εξαίρεσης», μια συνθήκη που στην πράξη συνιστά αναίρεση κανόνων και περιορισμών, σε πείσμα των φαντασιώσεων για απολύτως νομιμοποιημένα «χειρουργικά χτυπήματα» χωρίς παράπλευρες απώλειες. Αυτό σημαίνει ότι στο όριο δεν μπορεί να υπάρξει ένας πλήρως δικαιολογημένος πόλεμος. Ο «δίκαιος πόλεμος» στο όριο συνιστά μάλλον μια αδυνατότητα.

Τι γίνεται όμως με όλες τις μορφές βίας που παραδοσιακά ορίστηκαν ως η βία του καταπιεσμένου, η βία αυτών που αντιστέκονται, η βία αυτών που επαναστατούν, που διεκδικούν την ελευθερία και τη χειραφέτηση, είτε στο εθνικό είτε στο κοινωνικό επίπεδο, η βία και οι πόλεμοι που στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη, ορίζουν τον ηρωισμό, απαθανατίζονται σε ποιήματα και ηρώα; Το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Από τη μία βρίσκεται αυτό που πρόσφατα η Τζούντιθ Μπάτλερ όρισε ως τη «δύναμη της μη βίας» (στο βιβλίο της με αυτόν τον τίτλο που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Αλεξανδρεια). Από την άλλη έχουμε την επιμονή του Ζορζ Λαμπικά (στο βιβλίο του «Βία; Ποια βία;» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής) ότι η βία «δεν αποτελεί έννοια» (άρα είναι και δύσκολο να οριστεί η «δίκαιη» εκδοχή της), την ώρα που συναντάμε σε πλήθος περιστάσεων την «αδυνατότητα της μη βίας».