Αν είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου θα έψαχνα να βρω αποσπάσματα από τοποθετήσεις του πρωθυπουργού το 2016 για τη εξέχουσα σημασία των Ανεξάρτητων Αρχών, με αφορμή την (αποτυχημένη τελικά) απόπειρα της κυβέρνησης Τσίπρα να παρακάμψει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ώστε να «ρυθμίσει» κατά το δοκούν το τηλεοπτικό πεδίο.

Ο αισιόδοξος συνταγματικός νομοθέτης του 2001 απαιτούσε πλειοψηφία 4/5 της «Διάσκεψης των Προέδρων» της βουλής για την εκλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών – απαιτούσε δηλαδή συμφωνία τριών κομμάτων, του κυβερνώντος  και δύο αντιπολιτευόμενων. Στην αναθεώρηση του 2019 η κομματικότητα υπερίσχυσε της θεσμικής θωράκισης, η πλειοψηφία περιορίστηκε στα 3/5, απαιτείται συμφωνία του κυβερνώντος με ένα μόνο αντιπολιτευόμενο κόμμα. Δυστυχώς, η κυβέρνηση βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του κύριου Βελόπουλου για να αλλάξει τη σύνθεση τόσο του ΕΣΡ όσο και της ΑΔΑΕ, της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες που έγιναν γνωστές την Τετάρτη –και τις επικαλέστηκε στη βουλή ο Νίκος Ανδρουλάκης–  η ΑΔΑΕ επρόκειτο σήμερα σε συνεδρίασή της να αποφασίσει αν θα επιβάλλει πρόστιμο στην ΕΥΠ για μη συνεργασία μαζί της για την υπόθεση των υποκλοπών. Η κυβέρνηση φρόντισε, συμπράττοντας με την Άκρα Δεξιά, να αλλάξει τη σύνθεση της Αρχής ώστε να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο.

Φαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί στη διαδικασία «ενός κακού δοθέντος, μύρια έπονται»: η κάλυψη που προσφέρθηκε πέρυσι στην πολιτική και επιχειρησιακή ηγεσία της ΕΥΠ –που κυριολεκτικά είχε οργιάσει– με το επιχείρημα των «νόμιμων επισυνδέσεων» καθιστά σήμερα την κυβέρνηση δέσμια της «Ελληνικής Λύσης».

Η έρευνα της δικαιοσύνης είτε έχει ξεχαστεί είτε έχει επίσης μπλοκαριστεί από μη συνεργασία της ΕΥΠ μένει να δούμε αν η υπόθεση θα αρχειοθετηθεί ή θα επιβληθούν ποινές, και τα δύο πολύ κρισιμότερα από αποφάσεις της ΑΔΑΕ. Και στις δύο περιπτώσεις θα υπάρχει σοβαρό πολιτικό ζήτημα: πού θα αναζητήσει συμμάχους η κυβέρνηση; Με ποια νέα ανταλλάγματα θα την εξασφαλίσει;

Η υπόθεση των υποκλοπών  του 2021 θα δηλητηριάζει την πολιτική ζωή όσο δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά, θεσμικά και ουσιαστικά, ότι η ΕΥΠ υπηρετεί την εθνική ασφάλεια και δεν υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί χάριν ιδιοτελών συμφερόντων πολιτικών, επιχειρηματικών ή άλλων.

Δεν αρκεί η ακεραιότητα και αξία προσωπικοτήτων όπως ο κύριος Δεμίρης ή ο κύριος Αποστολίδης παλαιότερα, όταν θα υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να διοριστεί κάποιος «Παπαγγελόπουλος» ή «Κοντολέων». Απαιτείται θεσμική και εν τοις πράγμασι κατοχύρωση ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν νοθεύεται με μέσα  που συνιστούν άσκηση βίας κατά των αντιπάλων. Αυτό πρέπει να κατανοήσει η κυβέρνηση όσο ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή των μυρίων.