Ενα από τα πράγματα που εντυπωσιάζουν στις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στον Ντόναλντ Τραμπ είναι ο τρόπος που ο τελευταίος και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να επιβάλουν θεσμικά αυτό που δεν ήταν παρά μια δικιά τους θεωρία συνωμοσίας γύρω από την υποτιθέμενη «κλοπή των εκλογών του 2020». Ο εντυπωσιασμός γίνεται ακόμα μεγαλύτερος από τη στιγμή που ένα σημαντικό μέρος της αμερικανικής κοινωνίας όντως εξακολουθεί όχι μόνο να αποδέχεται την αφήγηση του Τραμπ αλλά και να θεωρεί τη σε βάρος του δίωξη τμήμα της εξελισσόμενης συνωμοσίας εναντίον του.

Ωστόσο θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι όλα αυτά εκφράζουν μια ιδιαίτερη κρίση της πολιτικής που αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το φαινόμενο ενός κατακερματισμού της δημόσιας σφαίρας σε αντιμαχόμενα αφηγήματα που όχι μόνο δεν διαλέγονται αλλά ενίοτε και δεν άπτονται της πραγματικότητας δεν είναι μόνο αμερικανικό αλλά αφορά και χώρες όπως η Ελλάδα. Μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται εσχάτως πολιτικές αντιπαραθέσεις στη δημόσια σφαίρα, ιδίως στον ευρύτερο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα ήταν ιδιαίτερα διδακτική απ’ αυτή την άποψη. Ωστόσο, το ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο είναι ένας ιδιότυπος «τραμπισμός από τα κάτω» που χρωματίζεται από το πώς συζητιούνται διάφορα ζητήματα, ιδίως αυτά που αφορούν τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ή τη δράση διάφορων κοινωνικών κινημάτων. Η ευκολία με την οποία υιοθετούνται αβάσιμες κατηγορίες, η διακίνηση άσχετων πληροφοριών ως σχετικών ή ακόμα και η κατασκευή «αφηγημάτων» συνδυάζονται με την «ασυλία» της ανωνυμίας και την ταχεία κατρακύλα προς τις απλές ύβρεις, ιδίως όταν όσοι τις εξαπολύουν θεωρούν ότι ευνοούνται από τον συνολικό πολιτικό συσχετισμό.

Ωστόσο, αυτό οδηγεί στην ανησυχητική σκέψη ότι αυτό που συνήθως παρουσιάζουμε ως «κανονικό» πολιτικό διάλογο θα τείνει να αποτελεί μια τυπική τελετουργία. Και αντί για το μορφωτικό αποτέλεσμα που θα έπρεπε να έχει ο δημόσιος διάλογος, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα διαλυτικά αποτελέσματα μιας αντιπαράθεσης μεταξύ τρολ.