Ο θάνατος του Μάριο Τρόντι στις 7 Αυγούστου 2023 ήρθε να θυμίσει το σημαντικότερο ίσως ρεύμα του ιταλικού μαρξισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μόνο που διεκδίκησε να αποτελέσει μια συνολική εναλλακτική απέναντι στο «ηγεμονικό» υπόδειγμα της ανάγνωσης του Γκράμσι εντός του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που ξεκίνησε από τον Παλμίρο Τολιάτι. Η σημασία του ρεύματος αυτού γίνεται μεγαλύτερη εάν σκεφτούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες αυτό που συνήθως περιγράφεται ως «μετα-εργατισμός» παραμένει βασικό σημείο αναφοράς όχι μόνο θεωρητικών αλλά και ριζοσπαστικών κινημάτων, ξεκινώντας από τη βαρύτητα που είχε στις αρχές του αιώνα μας η τοποθέτηση του Τόνι Νέγκρι στη συνεργασία του με τον Μάικλ Χαρντ στην «Αυτοκρατορία».

«Ο Λένιν στην Αγγλία»

Ομως, παρά τη σημασία που είχε το έργο του Νέγκρι για τη μετάβαση από τον εργατισμό στην εργατική αυτονομία και τον μετα-εργατισμό, η καθοριστική παρέμβαση για τη διαμόρφωση του εργατισμού στη δεκαετία του 1960 ήταν αυτή του Τρόντι. Ηταν αυτός που μπορούσε να συνταιριάξει την έμφαση του Ρανιέρο Παντσέρι στην ανάλυση των μετασχηματισμών του καπιταλισμού, με την πρωτότυπη κοινωνιολογική προσέγγιση του Αλκουάτι και τις εμπειρίες που έφερνε από τους εργατικούς αγώνες στο Βένετο ο Νέγκρι. Κυρίως, ήταν αυτός που όρισε στη δεκαετία του 1960 τη ριζική πρωτοτυπία μιας προσέγγισης που την ώρα που διεκδικούσε τη συνέχεια με μια λενινιστική αναφορά – άλλωστε αυτός υποστήριξε ότι το στοίχημα ήταν να πάει «Ο Λένιν στην Αγγλία», δηλαδή στον αναπτυγμένο καπιταλισμό – επέμενε ότι η εργατική διεκδικητικότητα στα μεγάλα τεϊλορικά-φορντικά εργοστάσια, αυτή η «άρνηση της εργασίας» από την πλευρά του «εργάτη-μάζα», ήδη συγκεφαλαίωνε μια καθοριστική πολιτική δυναμική.

Ο Τρόντι στηρίχτηκε σε μια άρνηση του παραδοσιακού μαρξιστικού οικονομισμού, που δίνοντας έμφαση στις «παραγωγικές δυνάμεις» έβλεπε την ιστορία ως εναλλαγή τεχνολογικών μορφών, αντιπροτείνοντας την προκλητική θέση ότι οι εργατικοί αγώνες και αντιστάσεις καθόριζαν την εξέλιξη του καπιταλισμού. Με τα δικά του λόγια από ένα κείμενο του 1964: «Είχαμε εκτιμήσει ακόμα και εμείς την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν πρωταρχική, και τους εργατικούς αγώνες μόνο στη συνέχεια. Αυτό είναι λάθος. Πρέπει να αντιστρέψουμε το πρόβλημα, αλλάζοντας τη σηματοδότησή του, ξεκινώντας από την αρχή: και η αρχή είναι η πάλη της εργατικής τάξης. Στο στάδιο του κοινωνικά αναπτυγμένου κεφαλαίου, η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι υποταγμένη στους εργατικούς αγώνες, έρχεται μετά απ’ αυτούς και πρέπει να αντιστοιχήσει σ’ αυτούς τον πολιτικό μηχανισμό της ίδιας της παραγωγής».

Η πρακτική της «συνέρευνας»

Ο κόσμος του εργατισμού είναι ένα σύμπαν ισχυρών εργατικών αγώνων, συχνά οργανωμένων έξω και πέρα από τις αποφάσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, μια «άρνηση της εργασίας» μέσα στο εργοστάσιο, που το μετέτρεπε σε έναν χώρο διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής. Σε μια αντιστροφή της θέσης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ότι χρειαζόταν μια «αργή» προσπάθεια οικοδόμησης της ηγεμονίας σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, οι εργατιστές επέμειναν στην ωριμότητα του εργατικού ριζοσπαστισμού και τον ήδη πολιτικό χαρακτήρα του αντιστάσεων. Η τοποθέτηση αυτή δεν ήταν μια φαντασιακή προβολή. Αντιστοιχούσε, σε έναν πραγματικό πλούτο εμπειριών συλλογικών που έδειχναν ότι όντως τα εργοστάσια γίνονταν χώροι μιας νέας πολιτικοποίησης. Αυτό διευκολυνόταν από την πρακτική της «συνέρευνας» (conricerca), δηλαδή μιας προσπάθειας μαχητικοί εργάτες και άνθρωποι από τα πανεπιστήμια να δοκιμάσουν πρακτικές στρατευμένης έρευνας αλλά και από τη λειτουργία εντύπων όπως τα Quaderni Rossi και η Classe operaia που λειτουργούσαν ως τόποι συνάντησης.

«Η αυτονομία του πολιτικού»

Ηταν αυτή η προτεραιότητα και έμφαση στους εργατικούς αγώνες, αυτή η αντίληψη ότι οι πύλες των εργοστασίων ήταν πιο σημαντικές από τα φοιτητικά αμφιθέατρα που έδωσε μια ιδιαίτερη εργατική διάσταση στον «μακρύ» Ιταλικό Μάη, που στην πραγματικότητα καλύπτει ολόκληρη την περίοδο 1960-1980, και την αίσθηση ότι μπορούσε να υπάρξει ένας ριζοσπαστισμός που να μην είναι πρωτίστως πολιτιστικός αλλά να εδράζεται στη συλλογικότητα και δράση μέσα στο εργοστάσιο και γι’ αυτό να υπόσχεται με πιο αυθεντικό τρόπο μια ρήξη με τον καπιταλισμό και μια απάντηση στο ανοιχτό από τη δεκαετία του 1920 ερώτημα για την «Επανάσταση στη Δύση».

Σε αντίθεση με τον Νέγκρι ο Τρόντι θα επιδιώξει στα τέλη της δεκαετίας του 1960 την επαναπροσέγγιση με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, από το οποίο άλλωστε προερχόταν. Θεωρούσε ότι χρειαζόταν παράλληλα με την ανάπτυξη των αγώνων μέσα στο εργοστάσιο να υπάρξει και μια έμφαση στην πολιτική συγκρότηση ώστε να αποφευχθεί τόσο ένας συνδικαλιστικός εγκλωβισμός όσο και τα προβλήματα της συγκρότησης μειοψηφικών ομάδων. Θα κωδικοποιήσει αυτή την ανάγκη μέσα από το σχήμα της «αυτονομίας του πολιτικού» που θα αποτελέσει αιτία πολεμικών από πρώην συντρόφους τους. Ομως, δεν θα απαρνηθεί ποτέ την ιδιαίτερη εκδοχή εργατικής κεντρικότητας που υπογράμμισε ο εργατισμός.