Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ηταν βράδυ Τετάρτης, 17 Ιουνίου. Την επομένη το πρωί γράφαμε χημεία. Το ματς άρχιζε αργά - για εμάς τους μαθητές, για τους ποδοσφαιριστές ήταν υπερβολικά νωρίς, υποχρεώνονταν να παίζουν μεσημέρι κάτω από τον ζεστό ήλιο του Μεξικού, ώστε τα ματς να μεταδίδονται σε ανεκτή για τους Ευρωπαίους τηλεθεατές ώρα. Η Ιταλία είχε περάσει στους ομίλους με μία νίκη 1-0 και δύο ισοπαλίες 0-0. Ο ορισμός του ποδοσφαιρικού κυνισμού. Αλλά απέναντί της σ' εκείνον τον ημιτελικό είχε τη Γερμανία, οπότε την υποστηρίζαμε ολόψυχα. Οι Ιταλοί έβαλαν νωρίς ένα γκολ κι έπαιζαν στη συνέχεια με το ρολόι, κάνοντας το παιχνίδι όσο πιο βαρετό γίνεται. Ισοφαρίστηκαν στο τελευταίο λεπτό, το ματς πήγε σε παράταση, που θα άρχιζε μετά τα μεσάνυχτα. Οσοι από τους συμμαθητές έκλεισαν την τηλεόραση, σίγουροι ότι η συνέχεια θα ήταν εξίσου βαρετή, τα πήγαν καλύτερα στη χημεία το επόμενο πρωί. Οσοι ξενυχτήσαμε, έχουμε να θυμόμαστε τα πιο συγκλονιστικά 30 λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Η Ιταλία προκρίθηκε με 4-3, με ένα γκολ του Τζιάνι Ριβέρα, στο τέλος της παράτασης. Και οι ιστορικοί του ποδοσφαίρου ονόμασαν εκείνο τον ημιτελικό «το ματς του αιώνα».
Ηταν καλύτερο ματς ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Ντόχα, την περασμένη Κυριακή, που όλοι οι σχολιαστές ύμνησαν ως τον ωραιότερο όλων των εποχών και ο Αλαν Σίρερ, ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, ονόμασε «the greatest game's greatest game»; Δεν είμαι σίγουρος. Εκείνος ο ημιτελικός του 1970 διατηρεί στο μυαλό μου διαστάσεις μυθικές - όπως και η μεγάλη παράσταση, στον τελικό, της Βραζιλίας του Πελέ. Μα όταν ξαναείδα τώρα, στο Διαδίκτυο, τα στιγμιότυπα εκείνου του αγώνα, ήταν σαν να έβλεπα αγώνα σε σούπερ σλόου μόσιον. Ο ρυθμός ήταν υπερβολικά αργός, για τα σημερινά δεδομένα. Το γήπεδο φαινόταν πελώριο. Και οι παίκτες έμοιαζαν κοινοί θνητοί, αν συγκριθούν με τις υπερφυσικές επιδόσεις της παρέας του Εμπαπέ και του Μέσι. Το ποδόσφαιρο, στα φυσικά και τεχνικά του χαρακτηριστικά, έχει αλλάξει δραστικά. Μα όχι μόνον σε αυτά.
Το Μουντιάλ του 1970, το Μουντιάλ του Πελέ, ήταν το πρώτο που μεταδόθηκε ολόκληρο, ζωντανά, από την τηλεόραση και μάλιστα έγχρωμο (όχι για εμάς στην Ελλάδα, βέβαια). Προσηλύτισε εκατομμύρια νέους πιστούς κι έθεσε νέα στάνταρ για το ποδόσφαιρο, ως παιχνίδι. Ηταν η στιγμή όπου το πιο δημοφιλές λαϊκό παιχνίδι έγινε ένα παγκόσμιο πολιτιστικό φαινόμενο κι ένα οικουμενικό εμπορικό προϊόν. Η Panini πούλησε τότε τα πρώτα της άλμπουμ και η Adidas δημιούργησε τότε την πρώτη «επίσημη» μπάλα της διοργάνωσης - πούλησε 600.000 μπάλες στον κόσμο μετά το τέλος του τουρνουά. Ηταν η διοργάνωση που γέννησε τον πρώτο αληθινά παγκόσμιο ποδοσφαιρικό ήρωα, τον Πελέ. Κι ήταν, επίσης, η στιγμή που άλλαξε τη σχέση της τηλεόρασης με τα σπορ και με το κοινό της. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου στις τρεις εβδομάδες της διοργάνωσης, τριπλασιάστηκε ο αριθμός των συσκευών τηλεόρασης στα ελληνικά σπίτια.
Στον μισό αιώνα που μεσολάβησε, η παγκοσμιότητα του ποδοσφαίρου και τα οικονομικά του μεγέθη έχουν πολλαπλασιαστεί με εκθετικούς ρυθμούς. Το Μουντιάλ του 2022 έσπασε το ρεκόρ τηλεθέασης, ξεπερνώντας τα 3,5 δισεκατομμύρια τηλεθεατές που είχαν δει το προηγούμενο, της Ρωσίας. Η συνδυαστική αξία των παικτών των δύο ομάδων που έπαιξαν στον τελικό αγγίζει τα 2 δισ. Και οι διοργανωτές ξόδεψαν το αστρονομικό ποσό των 200 δισ. για τις αθλητικές και άλλες υποδομές του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ολα γύρω από το ποδόσφαιρο έχουν αλλάξει. Μα δεν έχει αλλάξει η ικανότητα του ποδοσφαίρου να παράγει δράματα που κόβουν την ανάσα (όπως ο τελικός Αργεντινή - Γαλλία). Δεν άλλαξε επίσης ο ρόλος του κοινωνικού καθρέφτη που είχε πάντα το ποδόσφαιρο. Η ικανότητά του να επηρεάζει καταλυτικά τη ζωή μιας χώρας (οι σκηνές της υποδοχής στο Μπουένος Αϊρες των ποδοσφαιρικών ηρώων μιας χώρας που ισορροπεί ξανά στο χείλος της αβύσσου της χρεοκοπίας είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα). Και να επηρεάζεται από αυτήν. Να την καθρεφτίζει.
Αν το ποδόσφαιρο είναι καθρέφτης, λοιπόν, τι καθρεφτίζει το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ;
Η διοργάνωση ξεκίνησε με ένα μεγάλο σκάνδαλο. Οι μισοί και πάνω από τους παράγοντες που είχαν δικαίωμα ψήφου στην ψηφοφορία που ανέθεσε τη διεξαγωγή της σε μια χώρα χωρίς ποδοσφαιρική παράδοση, όπου το κλίμα απαγορεύει τη διεξαγωγή αγώνων στην καθιερωμένη εποχή των Μουντιάλ, συνελήφθησαν και εναντίον τους ασκήθηκαν διώξεις και επιβλήθηκαν πρόστιμα. Και πριν η διοργάνωση ρίξει αυλαία, έφερε στο φως το μεγαλύτερο, ίσως, σκάνδαλο δωροδοκίας σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών. Το Κατάρ δεν ήταν ο ηθικά πιο ακατάλληλος οικοδεσπότης ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου - η Ρωσία το 2018, τέσσερα χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, η Αργεντινή του Βιντέλα το 1978 και η Ιταλία του Μουσολίνι το 1934 εύκολα το ξεπερνούν σε απαξία. Αλλά ποτέ άλλοτε η κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση, η μεγαλύτερη γιορτή της μεγαλύτερης θρησκείας στον κόσμο, δεν συνδέθηκε με μια τόσο μεγάλη και σχεδόν ανοιχτή, απροσχημάτιστη επιχείρηση διαφθοράς.
Ισως, λοιπόν, το - ποδοσφαιρικά τόσο ωραίο - Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ να καθρεφτίζει ακριβώς αυτό: ένα νέο πρόβλημα και μια προφανή, νέα ανάγκη. Το πρόβλημα είναι, όπως έγραφε πρόσφατα μια ανάλυση του Foreign Report, πως η διαφθορά δεν είναι πια μόνον εσωτερικό πρόβλημα των επιμέρους χωρών. Γίνεται «στρατηγικό όπλο» στο οπλοστάσιο μεγάλων δυνάμεων, μεγαλύτερων από το Κατάρ, όπως η Ρωσία ή η Κίνα, για την επικράτηση σε ένα νέο πλαίσιο διεθνούς ανταγωνισμού και εις βάρος της ευάλωτης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και η ανάγκη που προκύπτει με έμφαση, είναι να επανατεθούν οι κανόνες, οι όροι διακυβέρνησης και τα ηθικά όρια στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Αν το ποδόσφαιρο είναι η βασική θρησκεία και το κατεξοχήν πολιτιστικό προϊόν της παγκοσμιοποίησης, η εκτροπή του προς την ακραία διαφθορά καθρεφτίζει ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τις γραμμές του γηπέδου. Και χτυπά δυνατά την καμπάνα ενός θανάσιμου κινδύνου. Για την παγκοσμιοποιημένη οικονομική ζωή. Αλλά ακόμη περισσότερο για τη Δημοκρατία.