Το «περιθώριο» στην Ιστορία
Δύο νέες εκδόσεις, η μία για το πορνείο Βούρλων Δραπετσώνας μέσα από γραπτές πηγές και η άλλη για την ιστορία της τοξικομανίας στην Ελλάδα, επαναφέρουν στην ιστοριογραφία τους «αόρατους» της κοινωνίας

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Δύο μεγάλοι και σημαντικοί τίτλοι για την πορνεία και τα ναρκωτικά επαναφέρουν στη βιβλιογραφία το περιθώριο, όπως σκιαγραφείται ήδη από τον 19ο αιώνα και τη σχέση με το νεοελληνικό κράτος, το οποίο άρχισε σχετικά γρήγορα τη συγκρότηση πλαισίου για την αντιμετώπισή τους αλλά και την ιδιότυπη συχνά τοποθέτησή τους στα όρια της «νόμιμης» κοινωνικής ζωής. Και τα δύο βιβλία που παρουσιάζουμε σήμερα, το «Φρικτόν τέμενος της αμαρτίας» (τόμος α' και β') και το «Επί της ουσίας - Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα 1875-1950», έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Εξετάζουν ιστορίες περιθωρίου, ιστορίες αφάνειας, ιστορίες ιστορικών υποκειμένων μέσα από την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα. Ενα σχήμα οξύμωρο αλλά τρομερά ενδιαφέρον: πώς παρουσιάζονται στη δημόσια σφαίρα της «κανονικότητας» αυτοί που ζουν στο περιθώριο; Νόμοι, αποφάσεις δημοτικών συμβουλίων, εφημερίδες που αφορούν εκείνο που στην πραγματικότητα θέλουν όλοι να κρύψουν, το κοινωνικό περιθώριο και αυτούς που το αποτελούν. Ο περίκλειστος χώρος για τις εκδιδόμενες γυναίκες στη Δραπετσώνα και η χρήση των ναρκωτικών και των ναρκομανών είναι δύο μεγάλες ομάδες που απασχολούν το ελληνικό κράτος ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μια περίοδο κατά την οποία οι πολιτικοί αναζητούν μια πολύ εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στον εκδυτικισμό και τις φορτισμένες παρακαταθήκες που συνοδεύουν το κράτος από την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σπύρος Παπαϊωάννου - Κώστας Βλησίδης, «Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας», εκδ. Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων, 2022
Το Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων με έδρα τον Πειραιά αποδεικνύεται μία από αυτές τις μικρές αλλά γεμάτες έμπνευση πρωτοβουλίες για τη διάσωση και ανάδειξη της τοπικής ιστορίας της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, μέσα από μετρημένες και σε βάθος επιστημονικές ενέργειες. Εδώ όμως το - σημαντικό, δίχως άλλο - δίτομο έργο των Παπαϊωάννου και Βλησίδη αναδεικνύει πρωτίστως ένα μεγάλο ζήτημα που αφορά τη θεσμοθέτηση και παράλληλα την γκετοποίηση της πορνείας, μια πρακτική που έχει αρχίσει με τη νομοθέτηση από το 1856 των κανονιστικών οδηγιών «περί κοινών γυναικών» και περί «οίκων ασωτίας». Εχει όμως να κάνει και με κάτι άλλο: τη διαφύλαξη ενός όχι μόνο συμβολικού αλλά και ουσιαστικού τόπου μνήμης τον οποίο θέσμισε η τοπική αυτοδιοίκηση τον 19ο αιώνα, για να τον παραχωρήσει τον 21ο αιώνα για άλλη χρήση.
Τα Βούρλα ως κρατικό πορνείο
Το σημείο όπου βρίσκονταν τα Βούρλα στη Δραπετσώνα αποτελούσε έναν βαλτότοπο γεμάτο βούρλα, εξού και το όνομά του. Εκεί χτίστηκε το κτίσμα με τους ψηλούς μαντρότοιχους το οποίο και με τις δύο ιδιότητές του θα αποτελούσε ένα σημείο απομόνωσης και περιθωριοποίησης των στοιχείων τα οποία οι κρατικοί φορείς ήθελαν να κρατήσουν σε απόσταση από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενα γκέτο με επίσημους ιατρικούς ελέγχους για τις εκδιδόμενες γυναίκες αλλά και μια πηγή κέρδους για θεσμικούς παράγοντες, αλλά και για τα περιθωριακά στρώματα που το περιέβαλλαν. Η ιδιότυπη θέσμιση και θέσπιση αυτού του γκέτο έγινε με κάθε επισημότητα το 1875 με πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής από τον κατασκευαστή Ν. Μπόμπολα και τον Δήμο Πειραιά.
Οι γυναίκες που το κατοικούσαν συνήθως βρίσκονταν εκεί αφού είχαν συλληφθεί από την Αστυνομία, καθώς δεν είχαν χαρτιά, ενώ για να βγουν από το κτίσμα έπρεπε να πάρουν έγγραφη άδεια. Επρόκειτο δηλαδή για έναν κανονικό εγκλεισμό ανθρώπων. Μια έκθεση της Αστυνομίας Πειραιά της εποχής καταγράφει 250 γυναίκες να είναι πουλημένες από σωματέμπορους, από τις 350 που είχαν πέσει στην πορνεία. Οπως σαφώς περιγράφεται, η βία προς αυτές τις γυναίκες, αλλά και των ανδρών μεταξύ τους, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι πόρνες πρώτης τάξεως έμεναν σε ιδιαίτερες κατοικίες. Η ηλικία τους ήταν μεταξύ 14 και 18 ετών. Οι πόρνες δευτέρας τάξεως έμεναν σε οίκους ασωτίας και ήταν ηλικίας 18-40 ετών. Οι πόρνες τρίτης τάξεως έμεναν στα χαμαιτυπεία και στα δημοτικά οικήματα των Βούρλων και ήταν 40-50 ετών.
Η έρευνα των συγγραφέων εξετάζει με λεπτομέρειες - που συχνά μοιάζουν ανατριχιαστικές - τη θεσμική συγκρότηση αυτού του τόπου εγκλεισμού γυναικών, της «νομιμοποίησης» έκδοσης και εκμετάλλευσής τους. Είναι μια ιστορία που διαρκεί αρκετά χρόνια - μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ο χώρος μετατρέπεται σε φυλακές. Εξετάζονται επίσης η νέα εισροή γυναικών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ανατροφοδοτεί τον χώρο, αλλά και οι συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις του κράτους - ήδη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου - που συνεχίζουν μια γραμμή θεσμικής θεμελίωσης του περιθωρίου και εκμετάλλευσής του.
Η δουλειά του τεθνεώτος πλέον Σπύρου Παπαϊωάννου, εκ των σημαντικότερων μελετητών του ρεμπέτικου, καθώς και του Κώστα Βλησίδη, είναι τολμώ να πω συγκινητική. Δεν περιορίζονται μόνο να δώσουν το ιστορικό πλαίσιο. Στον δεύτερο τόμο του έργου προχωρούν πιο βαθιά. Επιχειρούν μια εντυπωσιακή ανασύσταση του τοπίου, του γεωγραφικού χώρου, της απεικόνισης των ανθρώπων και της αναπαράστασης, ακόμα και των ίδιων των κινήσεών τους. Ολα αυτά συνοδεύονται από ένα εντυπωσιακό και εξαιρετικά σπάνιο φωτογραφικό υλικό που δίνει ζωή σε αυτό που η θεσμική μνήμη θέλησε από τη μια να ελέγξει και μετά να εξαφανίσει. Οι αλήθειες του περιθωρίου, των ανθρώπων και κυρίως των γυναικών που έζησαν μια περίκλειστη ζωή στο πορνείο των Βούρλων Δραπετσώνας ακούγονται δυνατά και παίρνουν τη θέση τους στην ιστορία της κοινωνικής αλλά και της κρατικής συγκρότησης του ελληνικού κράτους.
Κωστής Γκοτσίνας, «Επί της ουσίας -
Η ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα (1875-1950)», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2021
Μια μελέτη πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς κινείται σε τρεις άξονες. Πρώτα, τον ιστορικό - γεωγραφικό όπου εξετάζεται η κομβική θέση της Ελλάδας ως πύλης ναρκωτικών και η γρήγορη εξάπλωσή τους στον ελλαδικό χώρο, αλλά και η ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών ήδη από το 1928, όταν τίθεται ένα απαγορευτικό πλαίσιο. Δεύτερον, την επίδρασή τους ως κοινωνικό φαινόμενο που αφορά με ποικίλους τρόπους μεγαλύτερο κομμάτι πληθυσμού από αυτό που φανταζόμαστε στο τέλος του 19ου και του 20ού αιώνα, ενώ παράλληλα γίνεται αντιληπτό ότι η «τοξικομανία» έχει βαθύτερες ρίζες στο παρελθόν, καθώς το φαινόμενο απασχολεί ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα την ελληνική κοινωνία. Και βέβαια το βασικό αρχειακό corpus του βιβλίου αποτελείται από τον έντυπο Τύπο δίνοντας μια γλαφυρή εικόνα της «τοξικομανίας» και των τοξικομανών στη δημόσια σφαίρα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο περιγράφεται η ιστορία της κυκλοφορίας των ναρκωτικών με μήτρα την Πελοπόννησο ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την καλλιέργεια κάνναβης, καταλαμβάνοντας μάλιστα μεγάλες γεωργικές εκτάσεις ξεκινώντας από την Αργολίδα και συνεχίζοντας στη ΒΑ Πελοπόννησο. Ο συγγραφέας κάνει μάλιστα μια ιδιαίτερη χρήσιμη και ενδιαφέρουσα σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε στην υπόλοιπη Ευρώπη εκείνη την εποχή. Στο δεύτερο μέρος προχωρά στις αναπαραστάσεις της εικόνας των τοξικομανών δίνοντας και σε αυτή την περίπτωση φωνή σε μια ομάδα που ιστορικά έμοιαζε να μην υπήρχε. Πολύ ενδιαφέρον το σημείο της εξημερωμένης κάνναβης που φαίνεται να απασχολεί το ελληνικό κράτος και τον Καποδίστρια για την εκμετάλλευσή της.
Επιλογικά
Και τα δύο βιβλία εντάσσονται σε δύο σύγχρονες τάσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας: στο να δοθεί φωνή σε κοινωνικές ομάδες που μέχρι στιγμής δεν συμμετείχαν στη συγκρότηση του ιστορικού corpus αλλά και να αυξηθούν οι θεάσεις στο χθες. Το περιθώριο εξάλλου διατηρεί τη δική του επίσης συστημική ιεράρχηση που επιτρέπει την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Και τα δύο βιβλία έχουν ως σημείο αφετηρίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έναν ενδιαφέροντα κοινό παρονομαστή, αφού είναι η περίοδος που ο Πειραιάς αρχίζει δειλά δειλά να αναπτύσσεται για να πάρει τα ηνία από την Ερμούπολη τα επόμενα χρόνια, ενώ παράλληλα υπάρχει μια ευρύτερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Οπως συμβαίνει συχνά, η εξέλιξη έχει και ένα παράλληλο σύστημα που δεν μπορεί να ακολουθήσει και γιγαντώνεται ανάλογα. Το ότι έρχεται στην επιφάνεια με δύο εξαιρετικά βιβλία είναι ένα πολύ σπουδαίο βήμα και μαρτυρά τη δυνατότητα συμπερίληψης που έχει και η Ιστορία.
Απόσπασμα
Ο οίκος των νεκρών και ο οίκος των αμαρτωλών
«Όποιος μπαίνει στο λιμάνι, μας διηγείται ένας ρεπόρτερ, αντικρίζει δύο οίκους "παράδοξου ρυθμού και αποστολής": στον πρώτο ο επισκέπτης αναγνωρίζει ότι κείται η πόλις των νεκρών του Πειραιώς. Ο δεύτερος οίκος "ολίγα βήματα άνωθεν επί εμφανώς ξηρού υψώματος, με πολλάς θύρας, με πλείονας θυρίδας, με παραδόξους διαιρέσεις, με αορίστους τινας εμφανίσεις επί των θυρών του, ομοιάζων ως εκ της αρχιτεκτονικής αυτού διασκευής ή της θέσεώς του με νοσοκομείον ή λοιμοκαθαρτήριον είναι πόλις άλλων νεκρών υπάρξεων, με ζώσας σάρκας αλλά με νεκράν ψυχήν· είναι ο οίκος των αμαρτωλών γυναικών".
Ο συντάκτης αυτός της Ακροπόλεως (1/8/1884) θα περιγράψει πολύ παραστατικά την αλλόκοτη και «σαρκαστική αληθώς» αυτή γειτνίαση των τόσο αντιθέτων οικημάτων. Στο ένα «συνοδείαι τεθλιμμέναι» και «ψαλμοί, λίβανος, απαίσιος ήχος καταπίπτοντος χώματος, θρήνοι», ενώ στο άλλο «κραυγαί βραχναί, ακολασία, πότος, όργια και σάρκες». Και όλα αυτά πού; Στην «ηθικήν, εις την ήρεμον, εις την θετικήν πόλιν του αστού Πειραιώς»... Ο συντάκτης επισημαίνει το γεγονός ότι το πορνείο των «Βούρλων» υψώνεται περίβλεπτο από παντού, μετά και την ολοκλήρωση του νέου λιμένα των Αλών, οπότε η πόλη ευρύνθηκε και προς την κατεύθυνση εκείνη, υποχρεώνοντας πολλούς Πειραιώτες να βρίσκουν πλέον τη θέση αυτή «ακατάλληλον υπό υγιεινήν αν μη υπό αισθητική έποψιν». Αφού κατόπιν αναφερθεί ο συντάκτης στο νεκροταφείο, και στο γεγονός ότι και αυτό δεν μπορεί πλέον να παραμένει σε αυτή τη θέση για λόγους δημόσιας υγείας, θα απευθυνθεί στην κατακλείδα του κειμένου προς τους Πειραιώτες, αναφέροντας χαρακτηριστικά:
(...) και τον άλλον οίκον, τον προ των οφθαλμών σας αυθαδώς υψούμενον κρημνίσατε ή κλείσατε και ας ανεγερθή ή ας πήξη τας σκηνάς της η ηδονή εν άλλω τινι τόπω, ήττον περιφανεί»
(Από «Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας», Τόμος Α')

