Το ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας σε σχέση με την ανάληψη συγκεκριμένων θέσεων-έργων και τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων έχει τεθεί για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των βουλευτών απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και σε ορισμένες επιχειρήσεις, καθώς επίσης και για τη διασφάλιση της αδιάβλητης άσκησης των καθηκόντων των βουλευτών. Ακόμη και μετά την (ορθή) κατάργηση του γενικού επαγγελματικού ασυμβίβαστου (με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2008), το οποίο μάλιστα είχε οδηγήσει και σε καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφ. της 15.6.2006, υπόθ. Λυκουρέζου κατά Ελλάδος), οι περιορισμοί που τίθενται με το νυν ισχύον Σύνταγμα (βλ. άρθρο 57) και τη σχετική εκτελεστική νομοθεσία είναι ιδιαίτερα αυστηροί, τελούν δε σε αρμονία με την παραπάνω βασική τελολογία περί ασυμβίβαστου (ratio constitutionis). Δυστυχώς, όμως, ακόμη και συνταγματικές διατάξεις και επιταγές ευτελίζονται στη χώρα μας, διά της συγκεκαλυμμένης ή ανοιχτής ανοχής στην παραβίασή τους. Γενικότερα, εξάλλου, το να ψηφίζουμε νόμους και να μην μπορούμε (ή να μη θέλουμε) να τους εφαρμόζουμε ή, ακόμη χειρότερα, να κάνουμε ότι τους εφαρμόζουμε υπονομεύει ευθέως το κράτος δικαίου, αλλά και την ίδια την έννοια της έννομης τάξης, καθώς καλλιεργεί μία γενική αίσθηση περί μειωμένης-χαλαρής δεσμευτικότητας των νόμων.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ