Η Ακρα Δεξιά και οι λαϊκιστές δεν βγαίνουν από το πουθενά

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ανεβαίνει η εθνικιστική Ακρα Δεξιά σε διάφορες χώρες. Η συμμαχία Μελόνι - Σαλβίνι - Μπερλουσκόνι κέρδισε τις εκλογές την περασμένη Κυριακή στην Ιταλία και η Τζόρτζια Μελόνι ετοιμάζεται να γίνει πρωθυπουργός. Στη Σουηδία, το ξενοφοβικό κόμμα με νεοναζιστικές ρίζες βγήκε δεύτερο στις πρόσφατες εκλογές - βγαίνει και από την καραντίνα. Και στις γαλλικές προεδρικές εκλογές πριν από λίγους μήνες, η Λεπέν ξεπέρασε το 40%. Το κόμμα της είναι πλέον το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στη γαλλική εθνοσυνέλευση. Παρόμοιες τάσεις εμφανίζονται και στην Ισπανία, ενώ σε αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Στην Πολωνία, η εθνικιστική Δεξιά είναι κυβέρνηση και στην Ουγγαρία καθεστώς.
Στην πορεία προς την εξουσία, τα περισσότερα κόμματα της εθνικιστικής Ακρας Δεξιάς «εκπολιτίζονται» εν μέρει υιοθετώντας έναν ηπιότερο λόγο στα όρια του πολιτικά ορθού για να μην τρομάξουν πολύ τους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Το έκανε η Μελόνι στο δικό της κόμμα φασιστικής προέλευσης με μεγαλύτερη επιτυχία από τον Σαλβίνι. Οσο για τον Μπερλουσκόνι, γέρασε πια πολύ αλλά σίγουρα υπήρξε πρωτοπόρος: πλούσιος επιχειρηματίας με λαϊκιστικό λόγο, τάσεις γελωτοποιού και κυρίαρχη παρουσία στα μέσα ενημέρωσης, πολύ πριν από τον Τραμπ και άλλους που ακολούθησαν αργότερα το παράδειγμά του.
Στις διαφορετικές εθνικές τους εκδοχές, όλα αυτά τα κόμματα έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά: ισχυρούς ηγέτες, απλές συνταγές για σύνθετα προβλήματα και εύκολα αναγνωρίσιμους εχθρούς στο πρόσωπο των ξένων γενικότερα και των μεταναστών ειδικότερα. Εκμεταλλεύονται τον φόβο και την ανασφάλεια που χαρακτηρίζουν ευρύτερα στρώματα στις σύγχρονες κοινωνίες σε εποχές μεγάλων αλλαγών. Απευθύνονται κυρίως σε αυτούς που άφησε πίσω η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές. Είναι οι χαμένοι των τελευταίων περίπου τριών δεκαετιών και είναι αυτοί που βλέπουν περισσότερο τους μετανάστες ως τη μεγάλη απειλή. Είναι συχνά οι ίδιοι που αγανακτούν με την ανεκτικότητα στο διαφορετικό που ξεφεύγει από τα παλιά συντηρητικά πρότυπα περί οικογένειας, αναπαραγωγής και σεξουαλικών προτιμήσεων. Είναι οι πιο πολλοί μεγάλης ηλικίας, σχετικά χαμηλού εισοδήματος και μόρφωσης.
Ακριβώς αυτούς τους φόβους και τις ανησυχίες καλλιεργούν και εκμεταλλεύονται, συχνά προσφεύγοντας σε συνωμοτικές θεωρίες, όσοι επενδύουν πολιτικά στον χώρο που βρίσκεται στα δεξιά των συστημικών κομμάτων της Κεντροδεξιάς. Προφανώς, τα σύνορα μεταξύ Κεντροδεξιάς και Ακρας Δεξιάς δεν ήταν ποτέ σαφώς οριοθετημένα (όπως άλλωστε και στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος), αλλά όσο μεγαλώνει το δεξιό άκρο τόσο εντείνεται ο ανταγωνισμός προς άγραν ψηφοφόρων και τα σύνορα μεταξύ των δύο πλευρών γίνονται λιγότερο ευδιάκριτα.
«Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι το παραδοσιακό τρίπτυχο στις πιο πολλές περιπτώσεις μαζί με μπόλικη δόση από νόμο και τάξη, φραγμό στους μετανάστες, εθνικές λύσεις και ευρωσκεπτικισμό - αν και καμιά αντίρρηση στα λεφτά που έρχονται από τις Βρυξέλλες. Περιορισμό επίσης του δικαιώματος των γυναικών να αποφασίζουν οι ίδιες για το σώμα τους, περιορισμό και στα δικαιώματα των σεξουαλικά διαφορετικών μελών της κοινωνίας. Με δυο λόγια, κλειστές κοινωνίες και κλειστά σύνορα σε μια προσπάθεια να αντιστραφούν οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Και βεβαίως μικρός σεβασμός στα θεσμικά αντίβαρα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οσο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, γιατί να βιαζόμαστε και να παίρνουμε μέτρα που έχουν πολιτικό κόστος σήμερα;
Προτείνουν όμως και μια κοινωνική πολιτική που απευθύνεται σε ευρύτερα στρώματα καθώς και χαμηλότερους φόρους για τους πιο εύπορους. Πώς παντρεύονται η κοινωνική πολιτική με τους χαμηλούς φόρους είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά τον λαϊκιστή πολιτικό. Ούτε το πώς παντρεύεται η οικονομική ευμάρεια με τα κλειστά σύνορα. Αυτά απασχολούν μόνο κάτι περίεργους τεχνοκράτες που ως γνωστόν δεν ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα του απλού λαού. Και αρκετοί επιχειρηματίες, επαρκώς κυνικοί, μπαίνουν και αυτοί στο παιχνίδι για να κερδίσουν κάτι παραπάνω. Συμβαίνει στην Ιταλία σήμερα.
Πίσω ολοταχώς; Θα αντέξει η φιλελεύθερη δημοκρατία; Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι οι δημαγωγοί συνήθως ξεφουσκώνουν όταν έρχονται στην εξουσία και αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Αλλά με ποιο κόστος; Ποιο θα είναι τελικά το κόστος του Brexit; Τι άφησε πίσω του ο Τραμπ; Και θα αντέξει άραγε η αμερικανική δημοκρατία σε μια ενδεχόμενη επιστροφή του Τραμπ ή των κλώνων του; Αυτά που λένε σήμερα μερικά από τα πλέον επώνυμα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ΗΠΑ κάνουν τη Μελόνι και τη Λεπέν να ακούγονται εξαιρετικά μετριοπαθείς. Οσο για την Ιταλία, η άνοδος στην εξουσία αυτής της ετερόκλητης συμμαχίας λαϊκιστών και ακροδεξιών θα είναι μεγάλη δοκιμασία για μια χώρα υπερχρεωμένη, με πολλούς απογοητευμένους πολίτες που φαίνονται έτοιμοι να δώσουν μια τελευταία ευκαιρία σχεδόν σε οποιονδήποτε. Μια χώρα χωρίς ανάπτυξη για πολλά χρόνια, με μπλοκαρισμένο πολιτικό σύστημα, διαφθορά και έντονη παρουσία της Μαφίας με τα παρακλάδια της.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του προβλήματος. Οι λαϊκιστές δεν βγαίνουν από το πουθενά, ούτε τα άκρα γιγαντώνονται σε ευημερούσες κοινωνίες. Οι μεγάλες αλλαγές που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες διεύρυναν τις ανισότητες και άφησαν πολλούς στο περιθώριο να αγωνίζονται για μια επισφαλή οικονομική επιβίωση. Προστίθενται σήμερα στον κατάλογο των δυσαρεστημένων (ή αγανακτισμένων) πολλοί από τις νεότερες γενιές. Θα κάνουν χρόνια για να αποκτήσουν δική τους στέγη και να φτιάξουν οικογένεια σε ένα δύσκολο και εξαιρετικά αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον.
Αν δεν παρθούν μέτρα για να αντιστραφούν αυτές οι εξελίξεις, θα δούμε πολύ χειρότερα. Ακόμα περισσότερο που ο πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση σήμερα πλήττουν κυρίως τα πιο ευάλωτα στρώματα των κοινωνιών μας. Η κοινωνική πολιτική με στοχευμένα μέτρα θα έπρεπε να είναι το πρώτο μέλημα των κυβερνήσεων. Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε επίσης - και οι αριστεροί - μερικές σκληρές αλήθειες. Σε πολλές χώρες, η μετανάστευση έχει φτάσει, αν όχι ξεπεράσει, τα όρια ανοχής των κοινωνιών. Αν η Σουηδία, το πάλαι ποτέ πρότυπο της ανοικτής και ανεκτικής χώρας, έχει σοβαρό πρόβλημα, φανταστείτε τι γίνεται αλλού. Λόγω δημογραφικού, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα χρειαστούν μετανάστες στην αγορά εργασίας, ακόμα και στην Ελλάδα που, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχει υψηλό ποσοστό ανεργίας. Αλλά συντεταγμένα και με έλεγχο, όσο είναι δυνατόν. Υπάρχει πολύς πόνος και δυστυχία στην άμεση και ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης και πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν καταφύγιο στις ευρωπαϊκές χώρες. Αν όμως αφήσουμε ανοιχτές τις πόρτες, τα κοινωνικά ρεύματα που προκαλούνται κινδυνεύουν να τινάξουν τη δημοκρατία στον αέρα. Οι δύσκολες εποχές επιβάλλουν δύσκολες και συχνά οδυνηρές αποφάσεις. Αν δεν τις πάρουν υπεύθυνοι πολιτικοί, θα έρθουν οι δημαγωγοί που πουλάνε τζάμπα λύσεις.
Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στη Sciences Po στο Παρίσι και ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ

