Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο άνθρωπος χωρίς βάρος
Υπάρχει - τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό - μια κατηγορία ανθρώπων, που νομίζεις ότι θα είναι παρόντες στην κηδεία τους ή, τέλος πάντων, στην έξοδό τους. Οτι, ενώ ο κόσμος τούς αποχαιρετά, την ίδια στιγμή στέκονται δίπλα σου και σχολιάζουν αυτό που γίνεται για εκείνους χωρίς εκείνους. Ποιοι ήρθαν ενώ δεν τους περίμεναν, ποιοι είπαν γι' αυτούς λίγα ενώ ήξεραν πολλά, ποιοι είπαν πολλά ενώ γνώριζαν ελάχιστα, τι φορούσαν, πώς συμπεριφέρθηκαν.
Από προχθές το πρωί που έμαθα τον θάνατο του Κωνσταντίνου Τζούμα, έχω την εντύπωση ότι συνομιλώ μαζί του γι' όλα αυτά. Για το πώς τον αποχαιρέτησαν στο Διαδίκτυο οι φίλοι, οι γνωστοί του, οι θαυμαστές του, αυτοί που τον αντιπαθούσαν (όλοι έχουμε από δαύτους). Αλλά και για τους «περαστικούς», αυτούς που «είδαν φως και μπήκαν», που μαζεύονται γύρω από τους «διάσημους νεκρούς» με την ανυστεροβουλία της ξεκάθαρης περιέργειας. Αλλωστε αυτοί οι «περαστικοί», οι άγνωστοι, οι «κομπάρσοι», τον ενδιέφεραν περισσότερο από τους πρωταγωνιστές. Ισως διότι ήταν πρωταγωνιστής ο ίδιος. Πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της ζωής του.
Γνωριστήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Δεν θυμάμαι αν ήταν το απαράμιλλο στυλ του ή το σαρκαστικό χιούμορ του που, αρχικά, με ενθουσίασαν σε αυτόν. Τώρα που το καλοσκέφτομαι μπορεί να ήταν και η «αστίλα» του, τόσο απενοχοποιημένη που, ειδικά εκείνη την εποχή, έμοιαζε επαναστατική. Και αποτυπωμένη, διά του λόγου και της συμπεριφοράς του, με τέτοιον αυτοσαρκασμό που, πολύ συχνά, δεν ήξερες αν αυτά που έλεγε τα εννοούσε και τα πίστευε ή ήταν το «τυράκι» για να ανοίξει μια συζήτηση από την οποία, ενώ την ξεκινούσε ο ίδιος, αποχωρούσε πολύ γρήγορα και θεαματικά. Βαριόταν εύκολα. Και τον θυμάμαι να μου αναλύει την, τεράστια κατά τη γνώμη του, διαφορά μεταξύ βαρεμάρας και ανίας - τη δεύτερη τη θεωρούσε εξαιρετικά δημιουργική κατάσταση.
Τον θυμάμαι να πιάνει κουβέντα με άγνωστές του κυρίες που έβγαιναν φορτωμένες σακούλες από τα ακριβά καταστήματα του Κολωνακίου. Να ανοίγει σπαρταριστούς διαλόγους με ταξιτζήδες. Να διηγείται φανταστικές ιστορίες σε γκαρσόνια εστιατορίων. Οχι όμως για τον χαβαλέ (απεχθανόταν και τη λέξη και αυτό που σηματοδοτούσε). Οι κουβέντες του αυτές ήταν, στην πραγματικότητα, ένα σχόλιο στα αστικά ήθη της εποχής. Και για εμένα, στην ηλικία που ήμουν τότε, ένα μάθημα. Αν κάτι χρωστάω στον Κωνσταντίνο Τζούμα είναι ότι με έμαθε - χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού - να απομυθοποιώ πρόσωπα και καταστάσεις και, πίσω από τον μύθο, να διακρίνω και να περισώζω την πραγματική γοητεία τους. Με βοήθησε να καταλάβω την αντίσταση της μοναδικότητας απέναντι στον ισοπεδωτισμό της μαζικότητας όταν τον έβλεπα αντί να αγοράζει τρία έτοιμα πουκάμισα, να παίρνει ένα sur mesure. Και θυμάμαι, σε μία από τις τελευταίες μας συνομιλίες, να μου λέει: «Μα σε αυτήν την ηλικία πρέπει να είσαι πιο βασίλισσα Βικτωρία. Να μη σε ενδιαφέρει τι γνώμη έχουν οι άλλοι για εσένα αλλά τι γνώμη έχεις εσύ γι' αυτούς».
Αν έπρεπε να τον περιγράψω με δύο κουβέντες θα έλεγα ότι ήταν ένας άνθρωπος «χωρίς βάρος». Και γι' αυτό έμοιαζε σαν αερικό που ίπταται λίγο πάνω από το έδαφος, λίγο πάνω από την πραγματικότητα, λίγο πάνω από την ύπαρξή του.
Οταν είπε τη γιαγιά μου Λου Ριντ
Στον Κωνσταντίνο Τζούμα χρωστάμε, ως οικογένεια, και το τελευταίο παρατσούκλι της συριανής γιαγιάς μου. Είχε έρθει στην Αθήνα για εγχείρηση καταρράκτη και, τις επόμενες μέρες, έπρεπε να φοράει ακόμη και μέσα στο σπίτι, γυαλιά ηλίου. Αυτό σε συνδυασμό με… μοβ μαλλιά - έτσι έβγαιναν με κάτι λοσιόν που χρησιμοποιούσαν, τότε, οι ηλικιωμένες κυρίες για να μην κιτρινίζουν τα άσπρα. Ο Κωνσταντίνος, σε μια συγκέντρωση που είχαμε στο πατρικό μου, άνοιξε κατά λάθος την πόρτα του δωματίου της. Και όταν γύρισε στο σαλόνι μας είπε: «Δεν θέλω να σας ταράξω αλλά μέσα είναι ο Λου Ριντ και βλέπει τηλεόραση».