Το άστρο του ξεκινούσε τη δική του διαδρομή, όταν στο στερέωμα του λαϊκού τραγουδιού ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης απομακρυνόταν από τη θεοδωρακική μυθολογία και ο Στέλιος Καζαντζίδης έμενε πιστός στην εθελούσια έξοδο από τη νύχτα. Σε κάποια συνέντευξή του μάλιστα ο Δημήτρης Μητροπάνος, που έβρισκε τον βηματισμό του δίπλα στους Νταλάρα, Μητσιά και Πάριο, εξομολογήθηκε τον «θυμό» του επειδή ο πολικός αστέρας τους είχε αφήσει «ορφανούς». Ηθελε τον Καζαντζίδη επάνω στη σκηνή, έλεγε, όχι απομονωμένο στη μοναξιά του. Ποτέ πάντως δεν ξέχασε τη φωνή που τον καταδυνάστευε όσο ο ίδιος συνεχώς ανερχόταν στη δύσκολη περιοχή ανάμεσα στον μοναχικό Στέλιο και τον μοναδικό Στράτο.

Μετά τη σφραγίδα Ζαμπέτα στο ξεκίνημά του με τον καιρό θα κάνει «δικά του» τα τραγούδια διαφορετικών συνθετών – από τον «Αγιο Φεβρουάριο» του Δήμου Μούτση και τα «Σκόρπια λαϊκά» του Καλδάρα έως τα «Συναξάρια» του Χατζηνάσιου και τα «Πικροσάββατα» του Μίκη Θεοδωράκη. Το ηχόχρωμα, που άλλοτε πρέπει να ακούγεται σαν εφηβικό παράπονο, άλλοτε σαν φάλτσα ροκιά και άλλοτε να ανεβαίνει από τα έγκατα της λαϊκής εκκίνησής του, ήρθε για να μείνει. Ταυτίστηκε με τουλάχιστον μία μαζική στιγμή στη νυχτερινή διασκέδαση, γεγονός που επηρέασε αναπόφευκτα το ρεπερτόριό του και τη σύνδεση με όσους έπιναν νερό στο όνομά του. Από ένα σημείο κι έπειτα ο Μητροπάνος πρόλαβε και ανέπτυξε ένα είδος προσωπικής μυθολογίας, ανάλογο με τα ιερά τέρατα που άκουγε όταν εκείνος ξεκινούσε στο τραγούδι. Τα διαχρονικά σουξέ με τον Τάκη Μουσαφίρη και τον Σπύρο Παπαβασιλείου, η δεύτερη καριέρα με τα άλμπουμ του Μάριου Τόκα («Η εθνική μας μοναξιά», «Παρέα μ’ έναν ήλιο») και η μεγάλη στροφή «Στου αιώνα την παράγκα» με τον Θάνο Μικρούτσικο ξεδίπλωσαν τα διαφορετικά πρόσωπά του. Ο Μητροπάνος μεταμορφωνόταν συμβολίζοντας την ασφάλεια του λαϊκού ήχου για τις νεότερες γενιές (συνεργασίες με Νίκο Πορτοκάλογλου, Λάκη Παπαδόπουλο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και νεότερους ερμηνευτές), αντέχοντας τα νέα ήθη και αργότερα την «ξηρασία» της ελληνικής δισκογραφίας, ακόμα και τη φυσιολογική απόσταση από το κοινό λόγω της ασθένειας. Η ζεϊμπεκιά του πριν απ’  το τελευταίο ρεφρέν της «Ρόζας» έγινε στιγμή αποθέωσης μέσα στα κέντρα και στιγμιότυπο που συμπύκνωνε τη στάση του μέσα στο τραγούδι. Ορθιος, κλειστά τα μάτια, ανέκφραστος τις περισσότερες στιγμές, το χέρι χτυπάει ελαφρά το πόδι, ο δείκτης σηκώνεται πιάνοντας το καλώδιο του μικροφώνου, μια πρώτη κάμψη του κορμού. Ο Μητροπάνος ήταν η διαφορά σε σχέση με τους επιγόνους του στο ελαφρολαϊκό τραγούδι. Η διαφορά που έχει το κλασικό μαύρο σακάκι από το κροκοδειλέ σμόκιν.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ