Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
O Kόλιν Πάουελ έγραψε μια ομιλία τον Νοέμβριο του 1995 ανακοινώνοντας ότι θα διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ. Εγραψε και μια άλλη ομιλία γνωστοποιώντας την απόφασή του να μην τη διεκδικήσει.
Η πολιτική ζωή «απαιτεί ένα κάλεσμα που δεν έχω ακούσει ακόμα», είπε, εξηγώντας γιατί δεν θα αναμετρηθεί με τον τότε πρόεδρο Μπιλ Κλίντον που διεκδικούσε την επανεκλογή του.
Ο Πάουελ λοιπόν δεν έμελλε να γίνει ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Αμερικής. Αντ' αυτού, ήταν «ίσως ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς που δεν έγιναν ποτέ πρόεδροι», όπως σχολίασε ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τζον Μέιτζορ, τη Δευτέρα μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Πάουελ σε ηλικία 84 ετών λόγω επιπλοκών από Covid-19.
Η απώλεια ήταν μεγάλη για την Αμερική, αλλά ακόμα μεγαλύτερη για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ο Πάουελ είχε δηλώσει ότι θα βοηθούσε το κόμμα να «διευρύνει την απήχησή του», προτείνοντας «να βοηθήσει το κόμμα του Λίνκολν να κινηθεί για άλλη μια φορά κοντά στο πνεύμα του Λίνκολν» και να βρει τρόπους «να θεραπεύσει τις φυλετικές διαιρέσεις» στην κοινωνία.
Ομως στο τέλος της ζωής του, ο Πάουελ, ο οποίος προηγουμένως είχε ψηφίσει Ρεπουμπλικανούς σε επτά συνεχόμενες προεδρικές εκλογές, υποστήριξε τους Δημοκρατικούς στις τέσσερις τελευταίες προεδρικές αναμετρήσεις. Τελικά εγκατέλειψε το κόμμα το οποίο παραδόθηκε στον Ντόναλντ Τραμπ και τον φυλετικά διχαστικό λαϊκιστικό του λόγο.
«Οπως και πολλοί άλλοι Ρεπουμπλικανοί ένιωσε ότι το κόμμα τον εγκατέλειψε κάνοντας δεξιά στροφή και ένιωθε όλο και πιο ανεπιθύμητος», δήλωσε ο Τζο Τσιριντσιόνε, ο οποίος ως πρόεδρος του Plowshares Fund, ενός ιδρύματος εναντίον της διάδοσης των πυρηνικών και υπέρ της επίλυσης των διεθνών συγκρούσεων, συνεργάστηκε στενά με τον Πάουελ. «Δεν μπήκε ποτέ στο Δημοκρατικό Κόμμα. Προτίμησε τις μετριοπαθείς πολιτικές των Ρεπουμπλικανών, ακόμη και όταν διαφωνούσε με θέσεις του κόμματος, αλλά ο Τραμπ και ο τραμπισμός ήταν αυτοί που δημιούργησαν το ρήγμα».
Ο Πάουελ ήταν γιος μιας μοδίστρας και ενός εργοδηγού ναυτιλιακών ειδών που ζούσαν στο Μανχάταν - και οι δύο μετανάστες από την Τζαμάικα. Οπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του: «Η δική μου είναι η ιστορία ενός μαύρου παιδιού χωρίς προοπτικές, από οικογένεια μεταναστών που μεγάλωσε στο Νότιο Μπρονξ».
Βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, ο Πάουελ πέρασε 35 χρόνια στον στρατό και έφθασε να γίνει στρατηγός τεσσάρων αστέρων. Διετέλεσε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας δίπλα στον πρόεδρο Ρίγκαν και ήταν αρχηγός του γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων υπό τον Τζορτζ Μπους πατέρα, στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991.
Στη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας παρέμεινε ανεξάρτητος, αλλά μετά τη συνταξιοδότησή του το 1993 και αφότου έγραψε τα απομνημονεύματά του («Μy American Journey») που έγιναν μπεστ-σέλερ, τον διεκδίκησαν τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί βλέποντας σε αυτόν έναν πιθανό μελλοντικό υποψήφιο για την προεδρία. Τελικά συμπαρατάχθηκε με τους Ρεπουμπλικανούς, εξηγώντας ότι συμφωνεί μαζί τους για τη δημοσιονομική ευθύνη, τη μικρή κυβέρνηση και τους χαμηλούς φόρους, παρόλο που διαφωνούσε με κάποιες άλλες θέσεις τους.
Ομως έπειτα από πολλή σκέψη (και αγωνία για τους υπόλοιπους) ο Πάουελ απέκλεισε τη διεκδίκηση του Λευκού Οίκου. Αναγνώρισε δημόσια τον πιθανό αντίκτυπο στην οικογένειά του ως παράγοντα. Η σύζυγός του, Αλμα, φέρεται ότι φοβόταν πως θα δολοφονηθεί λόγω του χρώματος του δέρματός του. Στο βιβλίο του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ «Ο Μπους στον πόλεμο», η Αλμα φέρεται ότι δήλωσε: «Αν βάλεις υποψηφιότητα, έχω φύγει».
Ο Τσιριντσιόνε λέει: «Αν το είχε αποφασίσει, θα ήταν ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία. Και, πολύ πιθανόν, θα κέρδιζε». Και προσθέτει: «Συχνά έλεγε πράγματα όπως: "Εφταιγαν οι εκστρατείες". Δεν θα τον πείραζε να είναι πρόεδρος, αλλά απεχθανόταν τις προεκλογικές εκστρατείες. Αισθανόταν άνετα να βρίσκεται σε ηγετικούς ρόλους, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων, υπεύθυνος για εκατομμύρια στρατιώτες. Ομως η όλη υπόθεση της προεδρίας έγινε πολύ προσωπική, λόγω της υγείας της γυναίκας του. Δεν ήθελε να συμμετάσχει σε μια εξαντλητική, χρονοβόρα προσπάθεια για να γίνει πρόεδρος, εις βάρος της οικογένειάς του. Δεν ήταν διατεθειμένος να το κάνει».
Ο Πάουελ επέστρεψε στη δημόσια σφαίρα όταν ορίστηκε υπουργός Εξωτερικών του προέδρου Τζορτζ Μπους υιού, και έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που υπηρέτησε ως ο κορυφαίος διπλωμάτης της χώρας. Παρουσίασε δημοσίως λανθασμένες πληροφορίες σχετικά με όπλα μαζικής καταστροφής για να δικαιολογήσει την εισβολή του Ιράκ τον Μάρτιο του 2003, γεγονός που αργότερα αποκάλεσε «μια κηλίδα» που «θα στιγματίζει πάντα την καριέρα μου».
Ο Πάουελ έφθασε να αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο τμήμα της μετριοπαθούς Ρεπουμπλικανικής παλιάς φρουράς που τρομοκρατείται όλο και περισσότερο από την κατεύθυνση που έχει πάρει το κόμμα. Παρότι έκανε δωρεά στην εκστρατεία του υποψηφίου του κόμματος, Τζον ΜακΚέιν, το 2008, δεν υποστήριξε την υποψήφια αντιπρόεδρό του, Σάρα Πέιλιν, εκπρόσωπο της υπερσυντηρητικής πτέρυγας του «Τσάι Πάρτι». Ο Πάουελ υποστήριξε τον Δημοκρατικό Μπαράκ Ομπάμα, τον οποίο χαρακτήρισε «μεταμορφωτική φιγούρα».
Υποστήριξε τον Ομπάμα και το 2012, στη συνέχεια την Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές του 2016 και τον Τζο Μπάιντεν πέρυσι. Αναφερόταν στον Τραμπ ως «ψεύτη» που αποτελεί «θεμελιώδη κίνδυνο για τις ΗΠΑ». Η βίαιη εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου, ήταν για εκείνον η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Δήλωσε ότι δεν θεωρεί πλέον τον εαυτό του Ρεπουμπλικανό. Για εκείνον, το κόμμα με το οποίο είχε μεγαλώσει, το οποίο υπερασπίστηκε και τον ανέδειξε σε ανώτατους κυβερνητικούς ρόλους, δεν υπήρχε πλέον.