Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο Δεκέμβριος του 2008 ήταν η αρχή ενός νέου κύκλου πολιτικής βίας και εξτρεμισμού στην Ελλάδα. Τα βίαια επεισόδια που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου αλλά και η βία που ξέσπασε σε αρκετές μεγάλες συγκεντρώσεις αντίδρασης κατά των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής προσέδωσαν μια διάσταση κανονικότητας στη βία. Η ακραία πολιτική και κοινωνική πόλωση διόγκωσε τον μισαλλόδοξο λόγο και τη στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων και ανθρώπων. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε την κρίση εμπιστοσύνης έναντι των θεσμών και των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, μπορούμε να μιλήσουμε για μία από τις χειρότερες διχαστικές περιόδους του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους.
Ανάμεσα σε αυτό το δυστοπικό περιβάλλον βίας ξεχωρίζει ένα γεγονός. Η τραγωδία της Μαρφίν. Τρεις νέοι άνθρωποι (η μία ήταν έγκυος), εργαζόμενοι στο υποκατάστημα της τράπεζας στην οδό Σταδίου, έχασαν τη ζωή τους έπειτα από επίθεση με βόμβες μολότοφ. Οι εικόνες από αυτή την τραγωδία έκαναν τον γύρο της Ευρώπης. Η εικονολογία της βίας ήταν καθηλωτική. Η μνήμη όμως αυτής της τραγωδίας γρήγορα χάθηκε. Κατακερματίστηκε ανάμεσα σε διάφορες ερμηνείες, θεωρίες συνωμοσίας και παράλληλες δικαστικές διαδικασίες. Η στρέβλωση περί καλής και κακής βίας και καλών και κακών νεκρών έθεσε τη μνήμη των νεκρών της Μαρφίν στο περιθώριο.
Η τραγωδία αυτή καθαυτήν θα έπρεπε να ήταν αρκετή για να συντηρηθεί η μνήμη των νεκρών. Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ενωση δίνει προτεραιότητα στα θύματα της εξτρεμιστικής βίας και της τρομοκρατίας. Η απόδοση τιμής στη μνήμη των νεκρών είναι χρέος των κρατών, αλλά και συστατικό στοιχείο των πολιτικών πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό. Πρόσφατα, η δολοφονία του καθηγητή Πατί στη Γαλλία συγκλόνισε τον κόσμο. Με τους νεκρούς της Μαρφίν δεν έγινε το ίδιο. Πέρασαν δέκα χρόνια για να υπάρξει από το κράτος μια συγκροτημένη πρωτοβουλία σε τρεις άξονες: α) μνήμη, β) αποζημιώσεις, γ) άνοιγμα του φακέλου.
Η Μαρφίν όμως αποτελεί και το γεγονός που χαρακτήρισε την πολιτική βία όλων αυτών των ετών. Δυστυχώς, δεν ήταν η εξαίρεση. Για χρόνια, κυρίως την περίοδο 2008-2015, ήταν ο κανόνας. Ευτυχώς δεν είχαμε άλλο αντίστοιχο περιστατικό. Οι μολότοφ όμως είχαν χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για επιθέσεις σε ανθρώπους και σε κτίρια. Η απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση της Μαρφίν είναι ένα χρέος που έχει το κράτος έναντι των συγγενών των θυμάτων. Η αντιμετώπιση όμως της πολιτικής βίας, η οποία ταλανίζει τη χώρα για δεκαετίες, είναι το βασικό ζητούμενο.
Το βασικό υπόστρωμα για να αναπτυχθούν οι δυναμικές της πολιτικής βίας είναι η πόλωση των κοινωνιών. Η πανδημία, όπως είδαμε σε πολλές χώρες της ΕΕ, αλλά και στις ΗΠΑ, λειτούργησε ως καταλύτης και επηρέασε τη ριζοσπαστικοποίηση, καθώς και τον τρόπο δραστηριοποίησης των εξτρεμιστικών ομάδων. Κινήματα διαμαρτυρίας ενισχύθηκαν, ενώ δημιουργήθηκαν και νέα. Σε αρκετές περιπτώσεις, ομάδες πολιτών ανέπτυξαν μια αντιδραστική προς το κράτος ταυτότητα, με αποτέλεσμα η πόλωση να ενταθεί και να υπάρξουν ακόμη και βίαια ξεσπάσματα.
Η πολιτική βία στις μέρες μας αναπτύσσεται μέσα σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Είναι η εποχή του ψηφιακού ακτιβισμού και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η αντιμετώπιση του εξτρεμισμού στο Διαδίκτυο είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις δημοκρατίες σήμερα. Το είδαμε με τη στοχοποίηση και τελικά τη δολοφονία του Πατί, αλλά και με την εντυπωσιακή δυναμική που απέκτησε το ISIS αξιοποιώντας τα νέα επικοινωνιακά εργαλεία. Το Διαδίκτυο είναι ένα θαύμα γνώσης, ενημέρωσης και πρόσβασης στον κόσμο, έχει όμως και σκοτεινές πλευρές.
Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ