Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μπορούσα να τον ακούω με τις ώρες. Οχι μόνο εγώ αλλά και χιλιάδες άνθρωποι από τα ραδιόφωνα της επικράτειας. Ανθρωποι που έμαθαν να ακούνε μουσική. Μουσική που τους έκανε ευτυχισμένους όπως εκείνον. «Ο αμερικάνικος μάς έμαθε να ακούμε μουσική» έλεγε χωρίς ίχνος νοσταλγίας ο Θοδωρής Σαραντής. Ο «αμερικάνικος» ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός της αμερικανικής βάσης του Ελληνικού, ο AFRS. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο «αμερικάνικος» ήταν πολύ περισσότερα από ένα παράθυρο στον κόσμο. Ο Σαραντής άκουγε μουσική με μανία, έκανε αιματηρές οικονομίες - «διότι δεν υπήρχε φράγκο!» - για να αγοράσει δίσκους 45 στροφών. Ποπ αμερικάνικη και εγγλέζικη, ροκ και τζαζ και ιταλικά τραγούδια της μόδας. «Εβλεπα και ταινίες, πολλές ταινίες, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, αλλά ο πατέρας μου είχε άλλη γνώμη».
Εκανε τη χάρη στον πατέρα του, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Πάντειο. Η ασφυξία σε «εκείνη τη σχολή που πήγαιναν ακόμη και δημόσιοι υπάλληλοι και παπάδες γιατί χρειάζονταν το χαρτί» ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ευφορία που ένιωθε ως ακροατής μουσικής και ως υπεύθυνος ξένου ρεπερτορίου στη Music Box, τη δισκογραφική εταιρεία του ζεύγους Μαρτέν και Μαρίκας Γκεσάρ, στην οδό Νίκης 2, «έναντι Ταχυδρομείου Συντάγματος».
Η ατραπός που θα ακολουθούσε ο Σαραντής είχε χαραχθεί. Ο νεαρός υπεύθυνος ξένου ρεπερτορίου έγραφε και για μουσική στο περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί», διοργάνωνε «Μουσικά πρωινά» σε κινηματογράφους της Αθήνας, «μανατζάριζε» ελληνικά συγκροτήματα, έπαιζε μπάσκετ με τα μαλλιά «κολλημένα» με νερό, επειδή είχαν αρχίσει να μακραίνουν.
Πριν κλείσει τα 25, είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα δίσκους 33 στροφών σπουδαίων καλλιτεχνών, του Ντίλαν, του Σαντάνα, των Blood, Sweat and Tears. Και από κοντά, πάντα, το ραδιόφωνο. Εχοντας λάβει και τα απαραίτητα μαθήματα ορθοφωνίας - «δεν έβγαινες στο ραδιόφωνο χωρίς καθαρή άρθρωση, ψευδίζοντας ή τραυλίζοντας» - ο Σαραντής βρήκε τον εαυτό του στο ραδιόφωνο, στο κρατικό και αργότερα στο «ελεύθερο». Ηταν πλέον σταρ του ραδιοφώνου τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 όταν τον ανακάλυψαν οι νεότερες γενιές, ανάμεσά τους κι εγώ. Το σταριλίκι το κορόιδευε, όλα τα κορόιδευε, δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά, όμως στη δουλειά ήταν σκυλί, δούλευε ώρες πολλές στο ραδιόφωνο και στη δισκογραφία. Και ας χρειαζόταν να αφιερώνει τον χρόνο του και σε πράγματα που δεν του άρεσαν: η δουλειά ήταν ιερή, όπως και η μουσική και οι φίλοι. Περπατώντας κάποτε μαζί, στο κέντρο της Αθήνας που λάτρευε και γνώριζε σαν την παλάμη του χεριού του - το είχε περπατήσει εκατομμύρια φορές, καθώς δεν έμαθε να οδηγεί αυτοκίνητο από άποψη -, ακούστηκε το «Down By The River» του Νιλ Γιανγκ. «Ας είναι καλά ο Τάσος (Φαληρέας) που μου 'μαθε αυτό το τραγούδι» είπε. Θυμόταν ακριβώς πότε το είχε πρωτακούσει, δεν ξεχνούσε ποτέ ποιος τού είχε μάθει τι. Ηταν το μεγαλύτερο δώρο για έναν ακροατή: είχε να διηγηθεί δεκάδες ιστορίες για ένα τραγούδι, έναν δίσκο, έναν μουσικό, μια ραδιοφωνική εκπομπή, έναν πωλητή ρούχων, ακόμα και για ένα τυροπιτάδικο.
Ναι, ήταν από τους πιο σημαντικούς μουσικούς παραγωγούς, ναι, ήταν ο παραγωγός του «Φλου» του Σιδηρόπουλου και των Σπυριδούλα, ενός δίσκου αναφοράς στο ελληνικό ροκ - «σιγά μην ξέραμε τότε ότι ο δίσκος ήταν τόσο καλός, άπατος είχε πάει» έλεγε κοροϊδεύοντας. Ηταν όμως επίσης και ένας γελαστός έφηβος με τεράστια, τεράστια καρδιά.