Λόγω της τραγικής επιδημικής λαίλαπας αντιλαμβάνεται ο καθένας πως είμαστε υποχρεωμένοι να σχεδιάσουμε και να δημιουργήσουμε συνθήκες επιβίωσης, διότι είναι αυτονόητο πως προέχει το ζην και το ευ ζην αναμένει ευνοϊκές συνθήκες, ώστε να οικοδομήσει τον οίκο της δημιουργίας πέραν και χάριν της υπάρξεως του ζην. Οταν το σώμα απειλείται, ταπεινώνεται από αόρατα, αλλά συχνά θανατηφόρα, μικρόβια, ιούς, αλλά και άλλες άπειρες οντότητες της ζώσας ύλης, όταν ο φορέας σώμα αδυνατεί να σκεφτεί, να δράσει, να αντιδράσει, να κινηθεί, συχνά να τραφεί και να αισθανθεί, τότε είναι λογικό να παραλύει κάθε σύστημα που έχει μέσα σε χιλιάδες χρόνια δημιουργήσει αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό, συστήματα ιδεών, αξίες, ηθικούς κώδικες, τέχνη, επιστήμη. Στο κρεβάτι της απομόνωσης ο άρρωστος, όποια πολιτισμικά προσόντα, όσες δημιουργικές λειτουργίες έχει υπηρετήσει, αδρανούν και με τον καιρό της ασθένειας, σιγά - σιγά, νεκρώνονται. Ενας άρρωστος από την πανδημική λαίλαπα έχει εντρυφήσει στα μυστήρια της φύσης, στη μαγεία των αριθμών, στην ποικιλία των ιδεών και των μορφών, στα συστήματα μελέτης και αξιοποίησης των φυσικών και των πνευματικών φαινομένων, στο κρεβάτι του πόνου, και ιδίως σε συνθήκες νόσησης από άγνωστης συμπεριφοράς μικροοργανισμούς, είτε αυτά είναι ιοί, μικρόβια, βακτήρια, έχει να αντιμετωπίσει και να αποδεχθεί πως ο καίριος και μόνος φορέας που επιτρέπει στον άνθρωπο να κάνει τέχνη, επιστήμη, όποιο επιτήδευμα είναι το σώμα. Οταν το σώμα νοσεί, η λογική, η φαντασία, η μνήμη, το συναίσθημα, η βούληση, ακόμη και οι έξεις δοκιμάζονται, αδρανούν, εξασθενούν και με τον καιρό, όσο διαρκεί η ασθένεια, απορρυθμίζονται και, στο τέλος, αφανίζονται.
Εχει κανείς την εντύπωση, και συχνά καθοριστική, πως αυτή η εξαίσια μηχανή που είναι το σώμα μας, με τις λειτουργίες του, είναι κυριολεκτικά ένας ναός που συντελούνται με αυστηρή τάξη τελετές και λειτουργίες και, εκτός αυτού του ναού, υπάρχει το χάος, η διάλυση. Κάθε βαριά αρρώστια του σώματος είναι μια κατεδάφιση ενός ναού, ώστε να αποκλείεται πλέον κάθε δημιουργική λειτουργία και τελετή. Μέσα στις αποστειρωμένες αίθουσες των νοσοκομείων, στις ειδικές κλίνες με την πληθώρα των σύγχρονων εργαλείων, συστημάτων παράτασης της ζωής, δίπλα - δίπλα, στο ένα κρεβάτι κοντά, σε απόσταση ασφαλείας, νοσηλεύονται ένας πυρηνικός επιστήμονας και ένας αχθοφόρος του λιμανιού. Δύο πάσχοντα σώματα με ανάλογα συμπτώματα του πανδημικού ιού, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις ανάλογα με τη γνωστική ή και την ηθική προίκα του πάσχοντος. Ενας αποστειρωμένος θάλαμος νοσοκομείου είναι ένας άκρως δημοκρατικός, σχεδόν αταξικός, θεσμός. Εκεί, δίπλα - δίπλα, νοσούν, και η επιστήμη παλεύει να συντηρήσει στη ζωή, ένας ανήθικος πολίτης με έναν ηθικά οπλισμένον άνθρωπο. Η Ιατρική, από την αυγή του πολιτισμού, δεν έκανε ταξικές διακρίσεις ή φυλετικές. Οταν κάποιοι παρέβησαν τον όρκο τους για την κοινή συνείδηση, είναι διπλωματούχοι δολοφόνοι, όπως, π.χ., οι «γιατροί» του Γ' Ράιχ.
Μέσα στους αποστειρωμένους θαλάμους ο άνθρωπος που νοσεί και έχει αφήσει τη δημιουργικότητά του στο σπίτι του, στο γραφείο του, στην υπηρεσία του, στην αίθουσα πειραμάτων ή στην έδρα διδασκαλίας, αλλά και στο εργαστήρι του τεχνίτη, στο καράβι, στο γήπεδο, στο συνεργείο και στην κουζίνα, και τώρα είναι μόνο σώμα και σθένος. Ετσι μαρτυρείται ο πανικός μπροστά στην πιθανότητα θανάτου του ακαδημαϊκού και η ήρεμη και νηφάλια αποδοχή της νομοτέλειας του ποιμένα, του γεωργού και του αναλφάβητου.
Από την άλλη, όμως, πλευρά ο άρρωστος με την αόριστη, ακόμη και για την Ιατρική, πορεία της ασθένειας, στο κρεβάτι του πόνου ή της αδυναμίας, ακόμη και της κίνησης, εκδηλώνει και τις πλέον αξιοθαύμαστες, αλλά και άλλοτε τις πλέον ανήθικες, μικρότητες και επιθυμίες. Γεννιόμαστε γυμνοί και, βέβαια, «οστέα ξεγυμνωμένα» καταλήγουμε, αλλά, εν τω μεταξύ ενδυόμαστε τις αμφιέσεις που μας μεταμφιέζουν. Στολές πάσης φύσεως που μας συστήνουν στο κοινωνικό σύνολο. Σκούφοι, τραγιάσκες, πηλήκια, περικεφαλαίες, ρεπούμπλικες, καλυμμαύχια, σκάφανδρα, κάσκες και αμπέχονα, ράσα, φόρμες, βελάδες, τουαλέτες. Λέμε, συνήθως, πως «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», αλλά, δυστυχώς, τον κάνουν, όπως η τήβεννος τον δικαστή ή τον ακαδημαϊκό και οι επωμίδες τον στρατιωτικό. Ο λαϊκός Καραγκιόζης μας έχει συστήσει τον Καραγκιόζη-γιατρό, βεζίρη, αστροναύτη, ακόμα και νύφη.
Τι αλλάζει; Η στολή και το κοινωνικό της κύρος ή ο φόβος ή ο σεβασμός ή η απέχθεια που προκαλεί. Ολα αυτά τα καλύμματα της γύμνιας μας απουσιάζουν από το κρεβάτι της πανδημίας. Τόσο, ώστε έχει πλέον καταργηθεί και η ταξική κλιμάκωση της κηδείας. Χωρίς παράτες, χωρίς στεφάνους, χωρίς επισημότητες ή ακόμα και μοδάτο πένθος, οι νεκροί της πανδημίας έχουν καταργήσει τις τελετές πολυτελείας ή τις πληβείες. Η δημοκρατία του θανάτου.
Είδαμε ακόμα στην αλλοδαπή (δεν γνωρίζω τα καθ' ημάς) ταφές ομοιόμορφων φερέτρων σε ξεχωριστούς χώρους στα νεκροταφεία. Δεν γνωρίζω τον λόγο, για τον οποίον κάποιος δεν μπορεί να ταφεί στον τάφο του πατέρα του. Πάντως, αυτή η «δημοκρατία» και της ταφής έχει το επώδυνο σκεπτικό της.
Ας γυρίσουμε πάλι στους θαλάμους των νοσούντων. Οσοι κατορθώνουν να ξεφύγουν από το μοιραίο και επιστρέφουν στο σπίτι τους, δεν έχουν να πουν για το τραγικό γεγονός ότι στερήθηκαν στη διάρκεια της νόσου από τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αγνοούν και την ταυτότητα του προσώπου των ηρωικών νοσηλευτών, γιατρών και νοσοκόμων. Η μοναξιά της απομόνωσης, μαζί με την αναμονή και τη διαθεσιμότητα της αρρώστιας, του τέλους ή της σωτηρίας, είναι συνταρακτική εμπειρία και φοβάμαι, για τους σωσμένους, αξεπέραστη. Αλήθεια, ύστερα από μια τέτοια αιώρηση στο κενό και αφού ακολουθήσει η ανάρρωση και επιστρέψει ο ασθενής υγιής στο σπίτι του, έχει αλλάξει ήθος, λογική, όρεξη; Πώς λειτουργεί η μνήμη, τι έχει αλλάξει στα όνειρα; Πόσο, πώς λειτουργεί η φαντασία; Ποια είναι η ποιότητα, η ένταση, η διάρκεια του φόβου; Και η ντροπή; Γιατί πλέον νιώθει ντροπή, αποτροπιασμό, απέχθεια ένας επανακάμψας από τον θάλαμο της απομόνωσης και τη μάσκα του οξυγόνου; Και ο έρωτας, η αγάπη, η αλληλεγγύη, η ανοχή, η υπομονή, το άγχος της καθημερινότητας τι ποιότητα θα έχουν στο «μετά»;
Ο μέγας Θουκυδίδης, με τρόπο συνταρακτικό, καταγράφει την παθογένεια του πολέμου στα πρώτα έτη του Πελοποννησιακού, όταν στην πολιορκημένη Αθήνα θέριζε ο λοιμός και πέθανε το 1/3 του πληθυσμού της Αττικής! Ολα στις ανθρώπινες σχέσεις είχαν μεταλλαχθεί. Τώρα, με αυτή την παγκόσμια πανδημία, θα κοιτάμε με τον ίδιο τρόπο την ισοτιμία του δολαρίου με το ευρώ, τον γείτονα με το καμπριολέ και το παιδί που δεν ξέρει να λύνει δευτεροβάθμιες εξισώσεις;