Ξεκινώ από ένα παράδοξο της πνευματικής μας ζωής. Σε μιαν εποχή, όλον τον 19ο αιώνα, που ο αναλφαβητισμός ήταν στα ύψη, στον γυναικείο μάλιστα πληθυσμό έφτανε στο 90%, υπήρξε ποιητικό θέατρο, και μάλιστα στην καθαρεύουσα. Ο Σούτσος και ο Βερναρδάκης, κυρίως ο δεύτερος με τη «Φαύστα» (που παίχθηκε ταυτόχρονα από δύο αντίπαλες θεατρίνες, την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου και την Αικατερίνη Βερώνη), είδαν τα έργα τους να σπάνε ταμεία. Αλλά και στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, και ιδιαίτερα στο Βασιλικό Θέατρο (1901-1908), ανέβηκαν από τον μέγιστο σκηνοθέτη Θωμά Οικονόμου και είδαν το φως της σκηνής ποιητικά θεατρικά έργα, π.χ. του Προβελέγγιου, και μάλιστα «ηρωικά», με πρόσωπα ήρωες της Επανάστασης, αναλφάβητους, που μιλούσαν σκηνική καθαρεύουσα. Βέβαια, εκείνη την εποχή η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό του ποιητικού δράματος, συνεχίζοντας την παράδοση του Γκαίτε, του Σίλερ, του Ουγκώ και του πρώτου Ιψεν («Πέερ Γκυντ»).
Με την εισβολή, για δύο δεκαετίες, του νατουραλισμού, η γλώσσα του θεάτρου μιμήθηκε τον καθημερινό λόγο και στην υποκριτική ο ρομαντικός στόμφος παραμέρισε μπροστά στη φυσικότητα της καθημερινής συμπεριφοράς, συνεργεία και της θριαμβεύουσας τότε φωτογραφίας! Παράλληλα με τον νατουραλισμό κυριάρχησε ως λογιότερο είδος, για απαιτητικότερους, ενήμερους θεατές, και ο συμβολισμός. Με την επικράτηση στον επιστημονικό στίβο της νέας επιστήμης, της Λαογραφίας, που στην Ελλάδα ευτύχησε να έχει έναν μείζονα επιστήμονα και συλλέκτη της λαϊκής δημιουργίας, τον Νικόλαο Πολίτη, άνοιξε ο δρόμος κατάδυσης στις παραδόσεις του λαού, στα ήθη του, στις τελετές του και στα τραγούδια του. Ιδίως οι παραλογές, τα αφηγηματικά επικά τραγούδια («Το Γιοφύρι της Αρτας», «Του νεκρού αδελφού» κ.λπ.), έγιναν πηγή έμπνευσης για θεατρική μεταστοιχείωση. Την ίδια περίοδο (1880-1920), με τη συμβολή και τη ζύμωση της «Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, «ανακαλύφθηκε» το Βυζάντιο, ενώ θεμελιωνόταν και κοινωνικά και ηθικά, εκτός από ιστορικά, το ιδεολόγημα της συνέχειας του πολιτισμού του ελληνικού γένους. Ετσι η θεατρική σκηνή κατακλύζεται από βυζαντινά πρόσωπα, κυρίως αυτοκράτορες (Φωκάς, Ιουστινιανός, Τσιμισκής, Παλαιολόγος).
Μέσα σ' αυτό το κλίμα ανήκει και η θεατρική δραματουργία του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να πλησιάσει κανείς ερμηνευτικά το σύνολο των έργων του Καζαντζάκη χωρίς να καταφύγει στον κυρίαρχο ρόλο που έπαιξε στο ιδεολογικό του πεδίο η φιλοσοφία του Νίτσε. Εξάλλου, στις περίφημες εκδόσεις Φέξη ο Καζαντζάκης, νεότατος, είχε μεταφράσει την «Καταγωγή της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής» του Νίτσε. Η πρώτη του θεατρική απόπειρα ήταν το τρίπρακτο δράμα «Ξημερώνει» που έπαιξε το 1905 στη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Θυμίζω πως ηθοποιοί του Χρηστομάνου υπήρξαν η ποιήτρια Μυρτιώτισσα και ο Αγγελος Σικελιανός! Από το 1906 ως το 1946, 40 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Σικελιανός έγραψε δεκαέξι (16!) ποιητικά, κυρίως, θεατρικά έργα, δεν παίχθηκε τίποτα. Ηταν η εποχή που κυριάρχησε στην ελληνική ζωή το δραματικό και κωμικό μπουλβάρ (δηλαδή το εμπορικό ευρωπαϊκό, κυρίως γαλλικό θεατρικό έργο των μεγάλων λεωφόρων - βουλεβάρτων!).
Ο «ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ». Θα προτρέξω χρονικά για να αναφερθώ σε μία από τις πιο ντροπιαστικές στιγμές της πνευματικής μας ζωής. Το 1946, σε υπηρεσιακή κυβέρνηση, έγινε υπουργός ο Νίκος Καζαντζάκης, στο υπουργείο Οικισμού που είχε και ως έργο τους ομογενείς και τους μετανάστες. Ο Καζαντζάκης ως υπουργός έφερε στην Ελλάδα μαζικά Ελληνες της Σοβιετικής Γεωργίας που κυνηγήθηκαν από τον Στάλιν. Κάποιος κυβερνητικός τότε, γνώστης του Καζαντζάκη συγγραφέα, αισθάνθηκε ντροπή που αυτός ο γίγαντας ήταν άπαιχτος για 50 χρόνια στον τόπο του και έτσι ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο η τραγωδία του «Καποδίστριας», με πρωταγωνιστή τον Νίκο Παρασκευά. Ηταν το μόνο έργο του μεγάλου συγγραφέα που είδε ο δημιουργός του παιγμένο. Αργότερα, και μετά τον θάνατό του, υπήρξε η λανθασμένη εντύπωση πως τα θεατρικά έργα του ποιητή ήταν αντιθεατρικά, σπουδαία βέβαια σε φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά σκηνικά φλύαρα και κουραστικά. Από μια σκοπιά, πιθανόν και να είναι ορθή αυτή η εκτίμηση. Αλλά ένας συγγραφέας θεάτρου δεν βλέπει τα λάθη του αν δεν τα παρακολουθήσει παιζόμενα. Και ο Καζαντζάκης δεν είχε αυτή την ευκαιρία. Τα μόνα, πλην του «Καποδίστρια», έργα του που είδαν τη σκηνή ήταν ο «Πρωτομάστορας» (1908-1909), με κύριο πυρήνα το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Το Γιοφύρι της Αρτας», μελοποιημένο από τον Καλομοίρη, σε όπερα που πρωτοανέβηκε το 1928 με μαέστρο τον Δημήτρη Μητρόπουλο και πρώτη στην καριέρα του σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη. Οπερα από τον Καλομοίρη έγινε και ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» που σκηνοθέτησε νεότατος ο Σπύρος Ευαγγελάτος στη Θεσσαλονίκη, στα Δημήτρια.
Διαπνεόμενος ο ποιητής και πεζογράφος και στοχαστής Καζαντζάκης από τη νιτσεϊκή επιχειρηματολογία περί «Υπερανθρώπου», κατέφυγε στην αρχαία ελληνική, τη βυζαντινή και τη νεότερη ελληνική ιστορία και ξεχώρισε τις προσωπικότητες εκείνες που μπορούσαν να θεμελιώσουν τον ιδεολογικό του πυρήνα. Παράλληλα με τις τραγωδίες «Σόδομα και Γόμορρα», «Χριστόφορος Κολόμβος» και «Βούδας» ανίχνευσε την ηρωολατρία του στον εβραϊκό, ινδικό και ισπανικό αποικιακό πολιτισμό.
Μετά τον θάνατό του (η Ελλαδική Εκκλησία αρνήθηκε την ταφή του και έσωσε το κύρος της η Κρητική Εκκλησία που, ως γνωστόν, ανήκει κατευθείαν στο Φανάρι!) άνοιξε ο δρόμος στη σκηνική αξιοποίηση των ποιητικών του δραμάτων (που έχουν εκδοθεί σε τρεις πολυσέλιδους τόμους). Είναι ευτύχημα που η εποχή της αναγνώρισής του και ως δημιουργού του θεάτρου συνέπεσε με την παρουσία στις σκηνές της Αθήνας του Αλέξη Σολομού, ενός σπάνια διαβασμένου σκηνοθέτη, λάτρη του ποιητικού θεάτρου και θαυμαστή του έργου του Καζαντζάκη. Μετά τον θάνατο του ποιητή, τη δεκαετία του '60 και έκτοτε, ο Σολομός ανέβασε στο Εθνικό Θέατρο τον «Οδυσσέα», τον «Χριστό», τον «Βούδα», τον «Ιουλιανό τον Παραβάτη», τα «Σόδομα και Γόμορρα» και ξανά τον «Καποδίστρια» και εκτός Εθνικού, με τον θίασο του Μάνου Κατράκη, στο Ηρώδειο και στον Πειραιά, τον «Χριστόφορο Κολόμβο», μία από τις συνταρακτικότερες ερμηνείες του Κατράκη. Ανέβασε, επίσης, τη «Μέλισσα» (πρόκειται για αρχαία ελληνίδα βασίλισσα), ενώ τον «Κούρο» τον σκηνοθέτησε στο Φεστιβάλ των Χανίων, στον Δημοτικό Κήπο, ο Λυκούργος Καλλέργης.
ΠΛΟΥΤΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ. Δεν χωρεί αμφιβολία πως η θεατρική πειθώ των έργων του Καζαντζάκη θα ήταν αναμφισβήτητη αν είχε προλάβει (και του είχε επιτραπεί) να δει τα έργα του παιγμένα. Θα έβλεπε πως οι σχοινοτενείς μονόλογοι ήταν αντιθεατρικοί, μ' όλο τον πλούτο των στοχασμών τους. Αλλά και σήμερα, με έναν φιλόλογο και έναν ενήμερο σκηνοθέτη και ένα γενναίο «ψείρισμα», τα έργα του κρητικού γίγαντα θα ήταν προσφορά στη θεατρική και στη γενική μας παιδεία. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.
Ο Καζαντζάκης αφοσιώθηκε σε ένα είδος θεάτρου που ήταν φορτισμένο από την αυγή του πολιτισμού. Από την αρχαία ελληνική τραγωδία, το λίκνο του, και αργότερα από τη μεγάλη άνθηση από τον Λόπε ντε Βέγκα, τον Σαίξπηρ, τον Μακιαβέλι, τον Πούσκιν, τον Ουγκώ και βέβαια τους νεότερους, τον Τ.Σ. Ελιοτ, τον Εζρα Πάουντ, τον Αμερικανό ΜακΛις (έχει ανεβάσει ο Κουν τον «Ιώβ» του) και τον δικό μας, έξοχο Βασίλη Ρώτα (θα ακολουθήσει σε αυτή τη σειρά που εγκαινίασα).
Ρίχνω μια ιδέα. Τώρα, με την ευκαιρία των 200 ετών από την Επανάσταση έως και σήμερα, θα ήταν δυνατόν τα θεσμικά μας θέατρα να ανέβαζαν τον «Καποδίστρια» του Καζαντζάκη, το «Αντάρα στ' Ανάπλι» του Θεοτοκά, τον «Ρήγα» του Μελά, τη «Νίλα του Δράμαλη» («Κολοκοτρώνης») του Ρώτα και το αριστούργημα του ίδιου «Ελληνικά νιάτα», την «Αντιγόνη της Κατοχής» του Περγιάλη, το «Βίβα Ασπασία» του Καμπανέλλη, το «Μπουκάλι» του Βασίλη Ζιώγα (δύο τυχοδιώκτες εθελοντές στην Εξοδο του Μεσολογγίου).