Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο θάνατος (δεν) τού πάει πολύ
Είναι κάποιοι άνθρωποι που η είδηση του θανάτου τους προκαλεί κάτι παραπάνω από συγκίνηση. Σαν να δίνει σχήμα και μορφή και, ταυτόχρονα, διέξοδο σε μια τεράστια, κοινή θλίψη που δεν αφορά όμως τον θανούντα ή, έστω, όχι μόνο αυτόν. Είναι κάποιοι άνθρωποι που, με την «αποχώρησή» τους, σαν να κλείνουν πίσω τους την πόρτα σε μια εποχή, σε μια νοοτροπία, σε μια δική μας ηλικία που ξέρουμε ότι έχει τελειώσει οριστικά και αμετάκλητα. Που, ακόμη και αν δεν μας άρεσε, τα χαρακτηριστικά της μοναδικότητάς της είναι εξαιρετικά «ευανάγνωστα». Είναι κάποιοι άνθρωποι, ελάχιστοι, σαν «ζωντανά μνημεία», που νομίζουμε ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ.
Τέτοιος ήταν ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Οταν, προχθές το απόγευμα, κυκλοφόρησε η είδηση του θανάτου του, από τη ροή των ειδήσεων παραμερίστηκαν η πανδημία, οι θλιβεροί αριθμοί της, τα νέα για το εμβόλιο, στα καθ' ημάς οι πολιτικές κόντρες στη Βουλή. Εμεινε μόνο η φανέλα με το νούμερο 10, σαν τη σημαία μιας εποχής που η αθωότητα ενίοτε βουτούσε και στην αμαρτία και οι ήρωές της μπορούσαν να είναι παραδείγματα και αντιπαραδείγματα, άγγελοι και διάβολοι συγχρόνως. (Μήπως αναφέρομαι σε μια εποχή χωρίς το ξύλινο κουστούμι της πολιτικής ορθότητας;).
Ναι, η φανέλα με το νούμερο 10 αν είχε γεννηθεί είκοσι χρόνια αργότερα, δεν θα 'χε δρόμο να διαβεί. Γκολ με «το χέρι του Θεού», σκληρά ναρκωτικά, πόρνες, τσαμπουκάδες, καραγκιοζιλίκια, φανφάρες, νεοπλουτισμός, αμορφωσιά, κακογουστιά, κιτσαριό, άκριτος λόγος και ούτε καν το άλλοθι της ομορφιάς. Ενας άξεστος, ανισόρροπος κοντός που τα χρόνια και οι καταχρήσεις πρόσθεταν παραμορφωτικό λίπος στη μορφή του. Αλλά, ταυτόχρονα, ένας «θεός των μικρών πραγμάτων».
Ο γιος της σενιόρα Ντάλμα
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Μαραντόνα «θεό»; Το θάρρος ή το θράσος του; Το ταλέντο του ή οι ζαβολιές του; Η αποθέωση ή τα ξεφτιλίκια του; Τα μηδέν ή το άπειρό του; Το ότι, όπως έχει πει σε συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα το 1998, ενώ όλα είχαν αλλάξει στην επιφάνεια της ζωής του, στο βάθος της έμενε ο γιος της Σενιόρα Ντάλμα; Και, ενώ οδηγούσε Πόρσε, ζήλευε τα πατίνια του Κάρλος, τα καλύτερα στο Μπουένος Αϊρες; Ερωτήσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν απαντήσεις. Αν υπήρχαν, οι «θεοί» θα ήταν πολλοί και έτσι, θα απομειωνόταν η «θεϊκότητά» τους.
Στην ίδια συνέντευξη, στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν πιστεύει ότι γεννήθηκε ή έγινε μεγάλος μπαλαδόρος, είχε απαντήσει: «Δεν γεννήθηκα με την ικανότητα να παίζω καλή μπάλα. Ο Θεός μου έδωσε μια δύναμη να πιστέψω ότι η ζωή μπορεί να γυρίζει ανάποδα αν το θελήσουμε». Ο ίδιος κατάφερε και τη γύρισε. Για να διαπιστώσει «...ότι η ζωή είναι ίδια και απαράλλαχτη και από τις δύο μεριές». Και αν κάτι τον βασάνιζε ήταν ότι απέτυχε να φτάσει στην άλλη άκρη της ζωής χωρίς να χάσει τον εαυτό του που παρέδωσε, μάλλον αμαχητί, στις καταχρήσεις του.
Θεοί και δαίμονες
Να ήταν λοιπόν οι αντιφάσεις του που τον έκαναν μοναδικό, τον μεγαλύτερο ροκ σταρ του ποδοσφαίρου, έναν από τους μεγαλύτερους ροκ σταρ γενικώς; Αυτό το «όσο πιο δαίμονας, τόσο πιο Θεός»; Οτι τα έβαλε με τους κανόνες και τους νίκησε; Οτι σε εκείνο το Μουντιάλ του 1986, στον προημιτελικό με την Εθνική Αγγλίας, έβαλε μέσα σε τέσσερα λεπτά το πιο άκυρο αλλά και το πιο εντυπωσιακό, ίσως, γκολ όλων των εποχών, τα πιο διάσημα γκολ στην ιστορία του αθλήματος; Οτι πέταξε από πάνω του τη χρυσόσκονη πριν προλάβει να του την πάρει ο χρόνος;
Εγώ πάλι θα έλεγα διότι, πολλές ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, κανείς δεν ενδιαφερόταν να μάθει από τι ακριβώς πέθανε.