Ανοιξε τελικά ο δρόμος για την έναρξη του διερευνητικού διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Με τελικό στόχο την επίλυση των προβλημάτων είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε με την παραπομπή τους στη διεθνή δικαιοσύνη (Διεθνές Δικαστήριο Χάγης – ΔΔΧ); Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με κατηγορηματικότητα. Η Τουρκία έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης και εκτόνωσης της έντασης με την απόσυρση του «Ορούτς Ρέις» από την επίμαχη περιοχή και δεν εξέδωσε νέα Navtex. Εάν αυτή η διαδικασία ολοκληρωθεί με την απόσυρση όλων των πολεμικών σκαφών και παράλληλα σταματήσει και η τοξική ρητορική, τότε δημιουργούνται όντως οι προϋποθέσεις για την έναρξη του διαλόγου. Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν κατηγορηματικός επ’ αυτού. Η Ελλάδα είναι έτοιμη για τον διάλογο. Το γιατί ο Ερντογάν έκανε τώρα αυτή την κίνηση αποκλιμάκωσης θα έπρεπε να είναι λίγο – πολύ σαφές: γιατί πάνω απ’ όλα η Τουρκία δεν έχει την πολυτέλεια να έλθει σε πλήρη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) ακολουθώντας μια άκαμπτη επιθετική πολιτική. Και με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να απειλεί με την επιβολή κυρώσεων (στις 24 Σεπτεμβρίου) που θα μπορούσαν να πλήξουν την τουρκική οικονομία. Ο σχετικός κατάλογος των κυρωτικών μέτρων είναι αρκετά σκληρός για μια οικονομία η οποία αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα. Ουσιαστικά καταρρέει.
Από την άλλη μεριά και η πλειοψηφία των κρατών – μελών της Ενωσης με επικεφαλής τη Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμη να προχωρήσει σε κυρώσεις καθώς εκτιμά ότι μάλλον δεν πρόκειται να αποδώσουν τα προσδοκώμενα: να αλλάξουν δηλαδή τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Με άλλα λόγια και τα δύο μέρη, Τουρκία και ΕΕ, εκτιμούν ότι είναι παγιδευμένα το ένα στην ανάγκη του άλλου και ως εκ τούτου θα πρέπει να βρουν τη φόρμουλα να συνυπάρξουν. Και μάλλον θα τη βρουν έστω και την τελευταία στιγμή, στις 23 Σεπτεμβρίου, την παραμονή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Και έτσι κυρώσεις μάλλον δεν θα υπάρξουν. Το αντίθετο, μπορεί να υπάρξει ένα πακέτο μέτρων – εάν ο Ερντογάν συνεχίσει τη διαδικασία αποκλιμάκωσης – που θα δελεάζει την Τουρκία για μια στενότερη σχέση με την Ενωση. Ως εκ τούτου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που είχε μέχρι σήμερα χορογραφηθεί ως το «Συμβούλιο των κυρώσεων», μπορεί να καταλήξει να λειτουργήσει ως το «Συμβούλιο της επανασύμπραξης» (re-engagement) με την Τουρκία. Αυτό ακριβώς επιδιώκει άλλωστε η Γερμανία (αλλά και Ισπανία και Ιταλία). Και φαίνεται ότι τελικά θα μπορέσει να συμπράξει και η Γαλλία. Ηδη ο πρόεδρος Μακρόν έχει μετριάσει τη σκληρή ρητορική του απέναντι στον Ερντογάν.
Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές, η Ελλάδα δεν θα είχε λόγο να αντιταχθεί. Πολύ περισσότερο εάν μέσα στις επόμενες μέρες προχωρήσει η διαδικασία αποκλιμάκωσης και διασφαλισθεί η έναρξη του διερευνητικού διαλόγου. Βέβαια και η ελληνική πλευρά θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Να αποφύγει οποιαδήποτε άκαιρη κίνηση, η οποία θα μπορούσε να δώσει πρόσχημα στην Τουρκία να τορπιλίσει την έναρξη του διαλόγου.
Ο Πρωθυπουργός τονίζει ότι οι διερευνητικές συνομιλίες θα έχουν ως αντικείμενο μόνο την «οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών», εννοώντας την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (όχι επέκταση χωρικών υδάτων ως κυριαρχικό δικαίωμα). Η Τουρκία μάλλον θα επιμείνει σε ευρύτερη ατζέντα. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο πρώτος κύκλος του διερευνητικού διαλόγου (2002 – 2004) είχε πράγματι ευρύτερη θεματολογία καθώς δεν ήταν τυπική διαπραγμάτευση. Αλλά κι αν ακόμη περιορισθεί στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, θα είναι μάλλον πολύ δύσκολο δεδομένων των θέσεων των δύο πλευρών να καταλήξει σε συγκλίσεις ικανές να οδηγήσουν σε τυπική συμφωνία. Επομένως η επιλογή της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο με συνυποσχετικό μεταξύ των δύο χωρών (οφείλει να) είναι η αναγκαία εναλλακτική προσέγγιση.
Αυτό όμως που είναι σημαντικό είναι να γίνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα: να αρχίσει ο διάλογος. Και όσο συντομότερα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια απευθείας συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν τόσο το καλύτερο…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ