Ηταν μία ηλιόλουστη ημέρα και το ημερολόγιο έγραφε 14 Μαΐου 1952, όταν ο νέος πρέσβης της Κόστα Ρίκα επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο της Ιταλίας και στη συνέχεια στο Βατικανό. Για τις εξαίρετες υπηρεσίες του προς την πατρίδα, ο Τεοντόρ Κάστρο, είχε διοριστεί πρέσβης σε τρεις χώρες ταυτόχρονα: την Ιταλία, το Βατικανό και τη Γιουγκοσλαβία. Μόλις το 1997 όμως έγινε γνωστό πως πίσω από το προσωπείο του Κάστρο κρυβόταν ο πράκτορας της Σοβιετικής Εξωτερικής Κατασκοπείας Ιωσήφ Ρομουάλντοβιτς Γκριγκουλέβιτς, ένας από τους κύριους οργανωτές της δολοφονίας του Λεβ Νταβίνοβιτς Μπρονστέιν, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως Λεβ Τρότσκι.
Είχαν περάσει μόλις 12 χρόνια από εκείνη τη βραδιά, όταν ο γόνος μιας πλούσιας ισπανικής οικογένειας και σοβιετικός πράκτορας, ο Ραμόν Μερκαντέρ, δολοφόνησε με μία μικρή αξίνα, τον επικεφαλής της 4ης Διεθνούς, με εντολή του ορκισμένου εχθρού του, Ιωσήφ Στάλιν.
Η δολοφονία του Τρότσκι ήταν η αυλαία μίας περιπετειώδους ζωής, γεμάτης φανατισμό, απροκάλυπτη βία και προσήλωση στο όραμα μίας παγκόσμιας επανάστασης που θα εγκαθίδρυε τον παράδεισο επί της γης για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους του κόσμου. Με τη δολοφονία του ο Τρότσκι απέκτησε το φωτοστέφανο του μάρτυρα και οι πιστοί του τον κατέταξαν μεταξύ των δικαίων της ιστορίας. Εχουν όμως έτσι τα πράγματα ή μήπως πρόκειται για έναν ακόμη μύθο του 20ού αιώνα;
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ». Οι ρώσοι πολίτες ακόμη ανατριχιάζουν, κι ας έχουν περάσει περισσότερα από 100 χρόνια, στο άκουσμα του όρου «Κόκκινη τρομοκρατία», όρο που εφηύρε ο Τρότσκι, λίγες μόλις εβδομάδες ύστερα από τη βίαιη κατάλυση της νόμιμα εκλεγμένης ρωσικής κυβέρνησης και συγκεκριμένα στις 17 Δεκεμβρίου του 1917, όταν απευθυνόμενος στα μέλη και τους οπαδούς του Κόμματος της Συνταγματικής Δημοκρατίας, τους προειδοποιούσε πως η τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου θα έμοιαζε με παιδική χαρά, μπροστά σε εκείνη που σχεδίαζε ο ίδιος. Κράτησε τον λόγο του και εισηγήθηκε την επαναφορά της θανατικής ποινής, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του κόμματος των Μπολσεβίκων πριν την αυτοαποκαλούμενη επανάστασή του τον Οκτώβριο του 1917.
Αναλαμβάνοντας την ηγεσία του Κόκκινου Στρατού στις 14 Μαρτίου 1918 και με τη διαταγή Νο 8 εφαρμόζει πολιτική εκτεταμένων εκτελέσεων, όχι μόνο των εχθρών, αλλά και των αξιωματικών και στρατιωτών του δικού του στρατού. Τον Ιούλιο του 1918, όταν ξέσπασε η εξέγερση των αριστερών Εσέρων, ο Τρότσκι χρησιμοποιεί το βαρύ πυροβολικό για να την καταπνίξει, ενώ παράλληλα δίνει εντολή στον υπαρχηγό του Λέτσις να συλλάβει και να θέσει σε καθεστώς ομηρείας όλα τα μέλη της μυστικής αστυνομίας ΤΣΕ.ΚΑ που ανήκαν σε αυτό το κόμμα.
Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, με υπογραφή του, ιδρύονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία. Η ιδιομορφία τους: σε αυτά δεν έστελναν μόνο αξιωματικούς του παλαιού στρατού, αλλά και του Κόκκινου, ενώ την ίδια τύχη είχαν και τα μέλη των οικογενειών τους, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά την πολιτική της συλλογικής ευθύνης. Ο Λένιν εκτιμούσε αφάνταστα τη σκληρότητα του Τρότσκι, σε σημείο μάλιστα που του έδωσε carte blanche για την εφαρμογή της κόκκινης τρομοκρατίας.
Στον Τρότσκι ανήκει, εξάλλου, η πατρότητα για τη δημιουργία «Ταγμάτων τιμωρημένων», της «Εργατικής στρατιάς» και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οι νέοι αυτοί επαναστατικοί «θεσμοί» εξελίχθηκαν σε καρκίνωμα για την πολυεθνική σοβιετική κοινωνία, με εκατομμύρια αθώα θύματα να προσφέρονται θυσία στον Μολώχ του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Θέλοντας να συνοψίσει την πολύτιμη εμπειρία του στην καταστολή και την εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων, ο Τρότσκι δημοσίευσε το έργο του «Τρομοκρατία και κομμουνισμός», έναν ύμνο στον αμοραλισμό, τον κυνισμό και τη λατρεία της απόλυτης εξουσίας. Είναι γνωστές επίσης οι θηριωδίες που διέπραξε ένα σώμα πραιτοριανών, εν είδει σωματοφυλακής, που είχε σχηματίσει από Κινέζους και Λετονούς, οι οποίοι εκτελούσαν αδιάκριτα. Ο λόγος που προτίμησε «επαναστάτες» αυτών των εθνικοτήτων ήταν ότι κατά τη διάρκεια του χειρότερου εμφυλίου πολέμου του 20ού αιώνα, πολλοί Ρώσοι αρνούνταν να πυροβολήσουν συμπατριώτες τους, ανεξάρτητα από το αν ήταν εχθροί ή φίλοι.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΛΙΝ. Με τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, ο Τρότσκι ήταν ο δεύτερος ισχυρότερος άντρας του καθεστώτος. Πολλοί τον θεωρούσαν διάδοχο του Λένιν. Eκανε όμως το λάθος να υποτιμήσει τον αφανή Στάλιν, ο οποίος είχε αρχίσει να στήνει παντού, στο κόμμα, το κράτος, τη μυστική αστυνομία, δικούς τους μηχανισμούς. Συνεχίζοντας τα μοιραία λάθη ο Τρότσκι συμμάχησε με τον Στάλιν εναντίον του Ζηνόβιεφ και του Κάμενεφ. Τελικά, ο Στάλιν επικράτησε και ανάγκασε τον Τρότσκι να αυτοεξοριστεί, αρχικά στο Καζακστάν, στη συνέχεια στην Τουρκία και μετά από πολλές περιπλανήσεις να εγκατασταθεί στο Μεξικό. Οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ είχαν απλά την τύχη όλης της γενιάς των συνοδοιπόρων του Λένιν, αφού εκτελέστηκαν μετά τις διαβόητες Δίκες της Μόσχας το 1936-38.
Το 1938 ο Τρότσκι ιδρύει την 4η Διεθνή με τον ίδιο επικεφαλής, ως αντίβαρο στη λενινιστική - σταλινική 3η Διεθνή, θέλοντας να αποτελέσει το εναλλακτικό κέντρο του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Είχε προηγηθεί ο ισπανικός Εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο χιλιάδες οπαδοί του λαμβάνουν μέρος, αλλά συναντούν την ανελέητη εξόντωσή τους από τους πιστούς στον Στάλιν κομμουνιστές. Κυκλοφορούν φήμες πως βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τους φασίστες, προκειμένου να συνασπιστούν για τη διάλυση του σοβιετικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Eτσι, σε μία μυστική συνεδρίαση ο Στάλιν έδωσε εντολή να δολοφονηθεί. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ίδιος ο αρχηγός της N.K.V.D. Λαβρέντι Μπέρια, ενώ ο άμεσος καθοδηγητής ήταν ο αναπληρωτής του στον τομέα της εξωτερικής κατασκοπείας Πάβελ Σουντοπλάτοφ.
Ο Ραμόν Μερκαντέρ συνελήφθη αμέσως, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλακή, ποινή που εξέτισε από την πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα. Με την αποφυλάκισή του, με μυστική επιχείρηση μεταφέρθηκε στη Μόσχα, παρασημοφορήθηκε και δίδαξε για αρκετά χρόνια στις σχολές των μυστικών υπηρεσιών. Στη συνέχεια μετακόμισε στην Κούβα, όπου και πέθανε, δικαιώνοντας τη φράση του Στάλιν «Ας δούμε πώς θα φερθεί στη φυλακή, για να καταλάβουμε αν είναι πραγματικός επαναστάτης».
Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης είναι δημοσιογράφος, μεταφραστής και εκδότης της επιθεώρησης ρωσικού πολιτισμού «Στέπα»