Ο Βλαντίμιρ Πούτιν κρατάει τα προσχήματα: Δεν έχει αποφασίσει, λέει, εάν θα διεκδικήσει μια νέα θητεία το 2036. Τότε γιατί έκανε το δημοψήφισμα; Για να μην πιστέψει κανένας από τους επίδοξους διαδόχους του πως είναι «κουτσή πάπια». Ο ίδιος έχει πει ακόμη πως αν δεν επαναρυθμιστεί το ρολόι, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει ξανά την προεδρία το 2024, θα αρχίσει σε δυο χρόνια η αναζήτηση των διαδόχων του. Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ο ρώσος πρόεδρος ήθελε αυτό το δημοψήφισμα. Οπως σημειώνει η Τατιάνα Στανόβαγια, αναλύτρια του Carnegie Moscow Center, το δημοψήφισμα αυτό θα έδινε την ευκαιρία στον Πούτιν να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τις ελίτ.

Η λεγόμενη «πουτινική πλειοψηφία», γράφει η ίδια στους Τάιμς της Μόσχας, δεν ήταν μέχρι σήμερα τόσο ένα στήριγμα του Πούτιν όσο ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούσε στις συζητήσεις του με αυτές ακριβώς τις ελίτ. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτελεί από αυτήν την άποψη μια ψήφο εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, την οποία ο Πούτιν θα μπορεί να επιδεικνύει στις ελίτ όποτε αυτές τον ενοχλούν. Το σχέδιό του να αποσπάσει τη λαϊκή έγκριση, λέει ακόμη η  Τατιάνα Στανόβαγια, προδίδει τη δυσπιστία του απέναντι στο κατεστημένο. Ο φόβος ότι οι ελίτ θα αρχίσουν να αναζητούν διάδοχο αντί να εργάζονται όπως συνήθως οδήγησε τον Πούτιν να αναθεωρήσει τη σχέση του μαζί τους.

Η «πουτινική πλειοψηφία». Ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία το 2000 στηριζόμενος στην «πουτινική πλειοψηφία», που του επέτρεψε να εξουδετερώσει την ελίτ του Γέλτσιν: τους ολιγάρχες και τους περιφερειακούς κυβερνήτες. Οι ελίτ ήταν τότε ένας αντίπαλός του και μια πηγή αποσταθεροποίησης. Στη συνέχεια, όμως, το επιτελείο του Πούτιν ανέπτυξε τις δικές του φιλοδοξίες. Η ατζέντα του κράτους δεν ταυτίζεται πάντα με την ατζέντα των ολιγαρχών του Πούτιν. Ο πρόεδρος της Rosneft Ιγκόρ Σέτσιν, για παράδειγμα, φέρεται να είναι πίσω από την πρόσφατη αποχώρηση της Ρωσίας από τη συμφωνία με τον OPEC και τη φυλάκιση του πρώην υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης, Αλεξέι Ουλιουκάγεφ. Η φιλελεύθερη πλευρά του καθεστώτος θέλει να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Δύση, ενώ οι siloviki (οι άνδρες της ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών) κάνουν ό,τι θέλουν. Πολλές διώξεις έχουν διχάσει τις ελίτ, όπως είναι οι περιπτώσεις του αμερικανού επενδυτή Μάικλ Κάλβεϊ, του θεατρικού σκηνοθέτη Κίριλ Σερεμπρενίκοφ και του δημοσιογράφου Ιβάν Γκολούνοφ.

Μεγιστάνες όπως ο Σέτσιν, ο Αρκάντι Ρότενμπεργκ και ο Γιούρι Κοβάλτσουκ βρίσκονται κοντά στον Πούτιν από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, έκαναν περιουσίες στο όνομα του Πούτιν. Τώρα, οι πόροι αυτοί τους επιτρέπουν να λειτουργούν με σχετική αυτονομία, καθώς διοικούν συγκροτήματα με μεγάλη οικονομική και πολιτική επιρροή.

Η πουτινική ολιγαρχία, ως ισχυρό, φιλόδοξο και κυρίαρχο κομμάτι του ρωσικού κατεστημένου, είναι υποχρεωμένη να εξετάζει σενάρια για την ανάπτυξη της Ρωσίας τόσο με τον Πούτιν όσο και χωρίς αυτόν – ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι ο πρόεδρος ενδιαφέρεται όλο και λιγότερο για την καθημερινή διαχείριση. Αυτό, καταλήγει η ρωσίδα αναλύτρια, προκάλεσε εύλογη ανησυχία στον Πούτιν, ο οποίος από την αρχή της τέταρτης θητείας του, το 2018, άρχισε να σκέφτεται τρόπους να αλλάξει την κατάσταση τροποποιώντας το Σύνταγμα.