Η εφηβική αυτοχειρία ως Ιστορία
Το πρώτο μυθιστόρημα (1993) του αμερικανού συγγραφέα κρατά ακόμα καλά κλειδωμένα τα μυστήρια της εφηβείας απέναντι σε έναν ελάχιστα προβλέψιμο κόσμο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Το πρωί που η τελευταία κόρη των Λίσμπον πήρε σειρά στις αυτοκτονίες - τη φορά αυτή ήταν η Μέρυ, με υπνωτικά χάπια, όπως και η Τερέζ - οι δύο διασώστες έφτασαν στο σπίτι γνωρίζοντας ακριβώς πού βρισκόταν το συρτάρι με τα μαχαίρια, ο φούρνος του γκαζιού και το δοκάρι στο υπόγειο, απ' όπου μπορούσε να κρεμάσει κανείς ένα σκοινί. Βγήκαν από το ασθενοφόρο των Πρώτων Βοηθειών, ως συνήθως αργοκίνητοι κατά τη γνώμη μας, και ο ένας, ο χοντρός, είπε ανάμεσα στα δόντια του: "Εδώ δεν είναι τηλεόραση, παίδες, εδώ είναι το πόσο γρήγορα μπορούμε να κάνουμε". Κουβαλούσε τον βαρύ αναπνευστήρα και το μηχάνημα για την ανάταξη της καρδιάς, διασχίζοντας τους θάμνους που είχαν υπεραναπτυχθεί και τις εκρήξεις του γρασιδιού, πειθαρχημένου και αψεγάδιαστου δεκατρείς μήνες πριν, όταν άρχισε το κακό».
Το πλαίσιο έχει τεθεί ήδη από την εναρκτήρια αυτή παράγραφο. Κατ' ουσίαν έχει ειπωθεί και όλη η ιστορία: πέντε διαδοχικές αυτοκτονίες έφηβων κοριτσιών στην προαστιακή Αμερική, στο Ντιτρόιτ, πόλη της αυτοκινητοβιομηχανίας και της σόουλ (του περίφημου Detroit sound), όπως τις παρακολουθεί μια ομάδα αγοριών σαγηνευμένων από τις νεαρές Λίσμπον. Εν είδει αρχαιοελληνικού Xορού, η ομάδα καταγράφει, αναπολεί, εκτιμά και διερωτάται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (κάτι που γενικά σπανίζει στα λογοτεχνικά χρονικά). Ο συλλογικός αφηγητής προσπαθεί να συγκροτήσει την πραγματική ιστορία ακόμη και δεκαετίες μετά, συσσωρεύοντας τεκμήρια και φτιάχνοντας ένα είδος μουσείου της μνήμης για τις αυτόχειρες. Πρόκειται για αγόρια που έγιναν στο μεταξύ άνδρες, πετυχημένοι ή αποτυχημένοι - από βιομήχανοι έως χρήστες ουσιών -, και σήμερα ακόμη, στον χρόνο της αφήγησης, ανασυνθέτουν τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις των κοριτσιών αλλά και των γονέων τους.
Από την αρχή λοιπόν γνωρίζουμε το τέλος με όλο το δραματικό του φορτίο και εντούτοις σταδιακά παγιδευόμαστε στα περιστατικά που οδήγησαν σε αυτό το τέλος, μέσα από τα μάτια της αθεράπευτα ερωτευμένης παρέας των αγοριών. Με μια έννοια η ιστορία είναι και υπόσκαφη η ιστορία των ίδιων των αφηγητών που ποτέ δεν ξεπέρασαν τις νεαρές Λίσμπον, ποτέ δεν τις κατανόησαν πλήρως, αλλά και ποτέ δεν πείσθηκαν από τις αποσπασματικές, πιασάρικες ερμηνείες των ΜΜΕ, των δασκάλων ή των ψυχιάτρων, τους υπαινιγμούς των γονέων τους και τους τρόπους αντιμετώπισης από τη μεριά τής κάποτε ευημερούσας μεσοαστικής κοινότητάς τους.
Ο πρώτος προφανής ένοχος σε παρόμοια οικογενειακά δράματα αναζητείται συνήθως στο πρόσωπο των γονέων. Ο πατέρας είναι καθηγητής μαθηματικών στο σχολείο των εφήβων, λίγο αφηρημένος, λίγο «σαλεμένος» από την επιστήμη και την τεχνολογία. Η μητέρα, μια ασαφώς θρησκευόμενη νοικοκυρά, με ίχνη παρελθούσας καλλονής, που φτάνει σε κάποιο σημείο του δράματος να κλείσει τα κορίτσια σπίτι, όταν η πιο προχωρημένη από αυτά ξενυχτάει μετά από τον χορό της αποφοίτησης με τον γόη του γυμνασίου. Τα αγόρια απορούν πώς δυο τέτοιοι γονείς παρήγαγαν πέντε τόσο όμορφα, αγγελικά στα μάτια τους πλάσματα. Παρά την ασφυκτική επιτήρηση, την πειθαρχία και αργότερα τον εγκλεισμό στο σπίτι τους, τα κορίτσια έχουν ωστόσο ενδιαφέροντα, περιποιούνται τον εαυτό τους, γνωρίζουν τις τάσεις της μόδας και τις μουσικές εξελίξεις. Γνωρίζουν επιπλέον τα καθέκαστα της γειτονιάς τους και αναπτύσσουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα περιβαλλοντικά ζητήματα.
Μια οικολογική παρένθεση
Εδώ χρειάζεται μια σύντομη παρένθεση. Ηδη από τη δεκαετία του 1960, η αχανής περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έζησε εκτεταμένα φαινόμενα αέριας και υδατικής ρύπανσης, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, μια βαριά οσμή να πλανάται πάνω από το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και άλλες παραλίμνιες μεγαλουπόλεις. Επιπλέον, και οι πέντε μεγάλες λίμνες είχαν προσβληθεί από έντονο ευτροφισμό λόγω των αστικών, γεωργικών και βιομηχανικών εκλύσεων. Τα επιμέρους οικοσυστήματά τους είχαν πνιγεί από αποσυντιθέμενα φύκια, τα ψάρια και η εν γένει υδρόβια ζωή πέθαιναν μαζικά. Μάλιστα, στην καταληκτική σκηνή του βιβλίου, η μυρωδιά από τις εκπομπές ρύπων και τα υδατικά απόβλητα έχει πλημμυρίσει απολύτως ακόμη και τις μυθικές βίλες των πολύ πλουσίων, σε μία εκ των οποίων δίνεται ένα μεγάλο πάρτι προς τιμήν μιας αποφοιτούσας ντεμπιτάντ. Το μέλλον των αποφοίτων μοιάζει δηλητηριασμένο από χέρι. Ο Τζέφρυ Ευγενίδης αξιοποιεί μυθοπλαστικά αυτή τη συγκυρία για να υποδηλώσει την προσβολή των ευαισθησιών της νεολαίας και όλη τη σχετική, ριζοσπαστική τον καιρό εκείνο, οικολογική ατζέντα για τα «όρια της ανάπτυξης». Να σημειωθεί πάντως ότι η βελτίωση του περιβάλλοντος υπήρξε έκτοτε δραματική - η ανάταξη των οικοσυστημάτων και η συνοδός περιβαλλοντική νομοθεσία σταδιακά πέτυχαν τους στόχους τους. Ωστόσο το ιστορικό πλαίσιο έχει δοθεί στο μυθιστόρημα, συμβολικά έστω. Ακόμη βαρύτερο συμβολισμό έχει για την κοινότητα ο θάνατος των ολλανδικών φτελιών που ζώνουν το προάστιο και το αναβαθμίζουν αισθητικά, ενώ προσφέρουν σκιά, προστασία, παρατήρηση των πουλιών και αφορμές για παιχνίδι (π.χ. ένα δεντρόσπιτο γίνεται το παρατηρητήριο των αγοριών). Οι φτελιές λοιπόν κόβονται από τον δήμο γιατί έχουν προσβληθεί από ένα θανατηφόρο σκαθάρι και τα κορίτσια των Λίσμπον, σε ένα επεισόδιο του βιβλίου, αγκαλιάζουν τη δική τους φτελιά για να την προστατεύσουν από τις πριονοκορδέλες. Ο υπαινιγμός είναι σαφής ως προς τις μεγάλες ιστορικές δυνάμεις που καθορίζουν την ύπαρξή τους και για την προσβολή των ευαισθησιών τους από τον κόσμο των μεγάλων. Να σημειωθεί επίσης σε παρένθεση ότι το βιομηχανικό μοντέλο του Ντιτρόιτ μπήκε έκτοτε σε κρίση και ουδέποτε ανέκαμψε, ενώ πρόσφατα χρεοκόπησε η δημοτική Αρχή - το πρώτο, αν δεν κάνω λάθος, παρόμοιο περιστατικό στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αρρώστια στην καρδιά της χώρας
Στην «ιστορική δυσθυμία» αποδίδεται λοιπόν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την απόφαση της συλλογικής αυτοκτονίας. Υπάρχουν και άλλα τέτοια ερεθίσματα που θίγουν τα αισθήματα των κοριτσιών, όπως το γεγονός ότι λόγω της υπερθέρμανσης και των μεταβολών στο αστικό μικροκλίμα δεν υπάρχουν πια κανονικές χιονοπτώσεις που συνδέονται με τους χιονανθρώπους και τα σχετικά παιχνίδια. Πέραν της φύσης, όμως, στα μάτια των κοριτσιών προβάλλει μια πόλη που πεθαίνει. Και όλα αυτά προστίθενται στην έλλειψη κατανόησης εκ μέρους των γονέων, στις προσδοκίες της ερωτικής ζωής, στην κληρονομικότητα, στη μόδα των ομαδικών αυτοκτονιών (βλ. π.χ. την ιστορία της σέχτας, το 1978, του ιεροκήρυκα Τζιμ Τζόουνς με τους 918 αυτόχειρες στο κοινόβιο της Γουιάνας) και σε ποικίλα άλλα αίτια που επιπροστίθενται ή συμπλέκονται στη συλλογική συνείδηση των αγοριών. Αυτά περιγράφονται χωρίς καμιά δραματική έξαρση ή λυρισμό, παρά το ότι το βιβλίο άνετα μπορεί να προκαλέσει δάκρυα. Τα γεγονότα και ο περιβάλλων χώρος δίνονται με επιστημονική ψυχρότητα, οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας είναι εύστοχες και επαρκείς, τα προς αφήγηση περιστατικά προσομοιάζουν μεθοδολογικά με επιστημονικό paper, όπως, ας πούμε, είχε ήδη πράξει ο Χάινριχ Μπελ στο περίφημο «Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία» (εκδ. Πόλις, 2015, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Η μέθοδος, με άλλα λόγια, είναι επαγωγική: με αφορμή τη ζωή μιας γυναίκας (ή πέντε κοριτσιών, εν προκειμένω) συγκροτείται το προφίλ της παρακμής μιας κοινότητας ή της «αρρώστιας που έχει προσβάλει την καρδιά μιας ολόκληρης χώρας».
Το όραμα των πιονιέρων
Ο τόνος του βιβλίου, περί το τέλος κυρίως, παραπέμπει στον Φιτζέραλντ και τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του, με τη φωταγωγημένη εορτάζουσα βίλα να συμβολίζει τα όνειρα των τολμηρών εκείνων πιονιέρων που πρωταντίκρισαν την απέραντη ανεξερεύνητη ήπειρο, αναλογιζόμενοι ίσως ότι επιτέλους τώρα θα συγκροτούνταν η ανθρώπινη ουτοπία, χωρίς καταναγκασμούς και δεσμά από το παρελθόν. Το όραμα δεν υλοποιήθηκε, ομολογεί μελαγχολικά ο Ευγενίδης, ή μήπως υλοποιήθηκε με τόση επιτυχία ώστε οι νέες γενιές να έχουν αποστερηθεί οποιωνδήποτε στόχων; Μήπως όσοι γυρεύουν πραγματικά προβλήματα «ας πάνε να ζήσουν στην Μπανγκλαντές», όπως σχολιάζει κυνικά ένας από τους παρατηρητές; Και όμως, κι εδώ (στη μεγάλη, πλούσια, δημοκρατική και αναπτυσσόμενη ακόμη χώρα της εποχής) υπάρχουν στόχοι - όπως η σωτηρία της φύσης, η προστασία της κοινότητας και κυρίως η ομαλή είσοδος στο θέατρο της ζωής. Τα κορίτσια ωστόσο δεν μπορούν να διαχειρισθούν τις προκλήσεις και επιλέγουν την τελετουργική αυτοκτονία. Γίνονται κομμάτι ενός ιστορικού ρεύματος. Συμβολοποιούν τις μάντισσες της κοινότητας που προαναγγέλλουν την παρακμή της. Αλλά και τα αγόρια του Χορού, απορημένα και καθημαγμένα, με τους πόθους τους οδυνηρά ανεκπλήρωτους, θα μείνουν εσαεί παγιδευμένα στη γοητεία ενός θρίλερ χωρίς μονοσήμαντη ερμηνεία. Το βασίλειο των κοριτσιών και το ευρύτερο σύστημα μιας αμερικανικής μεγαλούπολης έχουν μετατραπεί σε ένα μυθικό μυθιστορηματικό τοπίο. Η λογοτεχνία έχει μεταποιήσει την πραγματικότητα καθιστώντας την κατανοητή και λειτουργική, τουλάχιστον ως προς τα ζητήματα που μόνο εκείνη μπορεί να θέσει. Και οι ιστορικοί συμβολισμοί (από τη Βίβλο ως την αρχαία Ελλάδα) στηρίζουν ακόμη καλύτερα αυτό το λογοτεχνικό οικοδόμημα, το δομημένο πάνω στο ρευστό κοινωνικό υλικό.
Οι αδελφές Λίσμπον είναι στην ουσία τους μεταμφιεσμένες γυναίκες. Ενέχουν τα γυναικεία σπέρματα σε κάθε λεπτομέρεια της σύντομης ζωής τους - ωστόσο η εκκόλαψη δεν θα γίνει ποτέ. Αλλά και τα αγόρια, στην εμμονική διά βίου προσπάθεια ανασύστασης της αλήθειας των γεγονότων, δεν θα ολοκληρωθούν ως ενήλικοι άνδρες. Το αντικείμενο της αυτογνωσίας τους γίνεται πιο ασαφές και περίπλοκο από τις πορείες των πλανητών που παρατηρούν με το τηλεσκόπιό τους. Η αυτοκρατορία πεθαίνει. Και έτσι το βιβλίο γίνεται μια ελεγεία για την κακοφορμισμένη ενηλικίωση, με τα ιστορικά αίτια να δίνουν τον τόνο.
Εδώ δεν θα βρείτε εύκολους ψυχολογισμούς του κομμωτηρίου, και όταν αυτοί διατυπώνονται από αρμόδιους και αναρμόδιους φαντάζουν αστείοι. Η ύφανση του χώρου και του χρόνου γίνεται το υλικό της μνήμης - ατομικής και συλλογικής -, σε σημείο που τελικά η αχρονία θριαμβεύει. Δεν είναι διόλου περίεργο, σκέφτομαι, το ότι ο 60χρονος Τζέφρυ Ευγενίδης έχει δώσει μόλις τρία μυθιστορήματα στην καριέρα του. Τέτοιου τύπου δουλειές θέλουν δουλειά πολλή κι ακόμη περισσότερη προσωπική εμπλοκή. Πολύ καλώς πάντως επανεκδόθηκε το βιβλίο σε μετάφραση της πολύπειρης Αννας Παπασταύρου - η παλιότερη, πρώτη, εξίσου σοβαρή απόπειρα είχε γίνει από την Εφη Καλλιφατίδη (εκδόσεις Libro).
Τζέφρυ Ευγενίδης
Αυτόχειρες παρθένοι
Μτφ. Αννα Παπασταύρου
Εκδ. Πατάκη, σελ. 302, 2020
