Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μη αμερικανοί φίλοι - έγραφε ο Πολ Κρούγκμαν - με ρωτούν: πώς γίνεται και η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου δεν έχει ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ευρωπαϊκού τύπου, δεν έχει καν ένα σύστημα υγείας στο οποίο να έχουν πρόσβαση όλοι; Η απάντηση είναι: Το «προπατορικό αμάρτημα», όπως το χαρακτήρισε ο Τζο Μπάιντεν. Το παρελθόν της δουλείας. Το ίδιο προπατορικό αμάρτημα βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, πίσω και από τις στατιστικές που λένε πως αν είσαι μαύρος στην Αμερική έχει τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να σκοτωθείς από χέρι αστυνομικού και τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να πέσεις θύμα του Covid-19.
Η αλήθεια είναι ότι το 1947, αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν η Βρετανία έχτιζε το περίφημο NHS, το εθνικό σύστημα υγείας, οι ΗΠΑ παραλίγο να αποκτήσουν το δικό τους. Το μπλόκαραν τότε οι οπαδοί των φυλετικών διακρίσεων που φοβήθηκαν ότι ένα εθνικό σύστημα υγείας θα σήμαινε μεικτά νοσοκομεία για λευκούς και μαύρους. Και μέχρι σήμερα οι Πολιτείες που αντιστέκονται στη μεταρρύθμιση Ομπάμα, που διεύρυνε το δικαίωμα νοσηλείας και μείωσε τον ανασφάλιστο πληθυσμό στο μισό - κατά 20 με 24 εκατομμύρια πολίτες για να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων - είναι οι Πολιτείες που ιστορικά ήταν Πολιτείες σκλάβων, εκείνες που ήταν από την άλλη πλευρά της γραμμής του εμφυλίου. Η βαθύτερη αντίδραση στο κράτος πρόνοιας εδράζεται στην πεποίθηση μιας μεγάλης μερίδας του λευκού πληθυσμού ότι τα προνόμια της πρόνοιας θα τα απολαμβάνουν «εκείνοι», οι άλλοι, οι διαφορετικοί από εμάς. Κι ας έχουν περάσει 155 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου και την κατάργηση της δουλείας. Το παρελθόν βαραίνει συχνά περισσότερο απ' όσο νομίζουμε.
Στις καθημερινές συμπεριφορές, βέβαια, η Αμερική σήμερα είναι απείρως λιγότερο ρατσιστική απ' ό,τι πριν από πενήντα χρόνια, όταν η χώρα καιγόταν και πάλι μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Αλλά το προπατορικό αμάρτημα βαραίνει ακόμη. Ιδίως όταν κυνικοί και αδίστακτοι πολιτικοί εκμεταλλεύονται και παροξύνουν τον ομολογημένο ή ανομολόγητο λευκό ρατσισμό για να συσπειρώσουν το εκλογικό τους ακροατήριο. Αν η Αμερική φλέγεται, λοιπόν, από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις μετά το 1968 δεν είναι γιατί δεν έχουν γίνει στο μεταξύ γιγάντια βήματα στην καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων. Μα γιατί η δυσαρέσκεια, η οργή ενός εκλογικού σώματος χαμηλής μόρφωσης εργαζόμενων λευκών της μέσης Αμερικής, που αισθάνονται αδικημένοι, έδωσε τα κλειδιά της χώρας σ έναν πρόεδρο ο οποίος γαργαλάει όλα τα ρατσιστικά, διχαστικά ένστικτα για να επιβάλει μια πολιτική πλουτο-λαϊκισμού, που βλάπτει και τα δικά τους συμφέροντα.
Τα της Αμερικής στην Αμερική. Μα κοιτώντας απ' έξω την ισχυρότερη χώρα του κόσμου να παραδίδεται στα φαντάσματα του παρελθόντος της, το θέαμα έχει κάτι το αληθινά τρομακτικό. Γιατί η Αμερική που καίγεται είναι, επίσης, η Αμερική που απέτυχε, χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα, εκτός από τη Βραζιλία, να αντιμετωπίσει την πανδημία. Η Αμερική που κάποτε πρόβαλε τον εαυτό της ως ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου και τώρα δυναμιτίζει όλους τους διεθνείς θεσμούς - τελευταίο θύμα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Και που οι θεσμοί της αγωνιούν να αναχαιτίσουν τα αυταρχικά ένστικτα ενός ηγέτη που έχει για πρότυπο στην αντιμετώπιση της εξέγερσης στις αμερικανικές πόλεις, με την Βίβλο και τα όπλα, την αντίδραση του Ερντογάν στην εξέγερση για το πάρκο Γκεζί, με το Κοράνι και τα όπλα. Είναι σαν να ακούμε να μας διαβάζουν ξανά το παραμύθι του Αντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» και να φωνάζουμε κι εμείς, με το παιδί του μύθου: «ο βασιλιάς είναι γυμνός».
Στα παραμύθια η διαπίστωση είναι διδακτική. Στον πραγματικό κόσμο είναι τρομακτική. Γιατί μας προσγειώνει κάπως απότομα σε μια δύσκολη γεωπολιτική ενηλικίωση. Η πολιτική Ευρώπη αρχίζει να συνηθίζει στην ιδέα ότι πρέπει να υπερασπιστεί την ευημερία της χωρίς τις ΗΠΑ να εγγυώνται την ασφάλειά της. Ισως η σημαντικότερη παραγνωρισμένη είδηση της εβδομάδας ήταν ότι η Μέρκελ αρνήθηκε μια πρόσκληση Τραμπ να ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον για μια σύνοδο των G7. Τυπικά, επικαλέστηκε τον κίνδυνο του κορωνοϊού. Αλλά πηγή της καγκελαρίας δήλωσε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης ότι ο πραγματικός λόγος της άρνησής της ήταν ότι δεν ήθελε να φωτογραφηθεί στο ίδιο κάδρο με τον αμερικανό πρόεδρο σε κάτι που θα έμοιαζε με προεκλογικό event.
Η Μέρκελ, ο Μακρόν και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, ελπίζουν σε μια ήττα του Τραμπ. Ελπίζουν ότι μετά από αυτόν οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στον κόσμο αναλαμβάνοντας κάτι από τον παραδοσιακό τους ρόλο. Ο ίδιος ο Τραμπ ελπίζει να επαναλάβει την επιτυχία του Ρίτσαρντ Νίξον που κέρδισε τις εκλογές του 1968, για λίγες χιλιάδες ψήφους, συσπειρώνοντας μια «σιωπηλή πλειοψηφία», τρομαγμένη από τις διαδηλώσεις εκείνου του χρόνου κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και από την εξέγερση που είχε προκαλέσει η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Δεν είναι αυτονόητο ότι θα τα καταφέρει. Μα δεν είναι αυτονόητο ούτε ότι η Αμερική θα επιστρέψει, χωρίς αυτόν, μετά από αυτόν, στην Αμερική που ξέραμε.