Η πανδημία έχει επιφέρει δραματικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας, μεταξύ των οποίων και ο αναγκαστικός εγκλεισμός στο σπίτι – με λίγες συγκεκριμένες εξαιρέσεις. Οπως εντούτοις αναλύουν στο «Ενθετο Υγεία» ο καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας Γιάννης Γουδέβενος και ο πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Πρόληψης και Αποκατάστασης της Εταιρείας Αθανάσιος Γ. Θεοχάρης, «το μέτρο αυτό του εγκλεισμού, που λαμβάνεται προκειμένου να περιορίσει τη μετάδοση της νόσου μεταξύ του πληθυσμού, επιφέρει δυστυχώς σαν αποτέλεσμα και μια σειρά άλλες σοβαρές δυσμενείς επιδράσεις αλλά και ενδεχόμενα παράπλευρα οφέλη». Και συνεχίζουν: «Οι επιπτώσεις της αδυναμίας μιας τακτικής εξόδου από το σπίτι εμφανίζονται με ένα καλειδοσκόπιο από δυσμενείς μεταβολικές επιδράσεις που αυξάνουν δραματικά τον κίνδυνο πολλών σοβαρών οργανικών διαταραχών όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο σακχαρώδης διαβήτης, η οστεοπόρωση, ο καρκίνος, αλλά και οι ψυχικές παθήσεις».

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει θεσπίσει σαφείς οδηγίες σχετικά με το ελάχιστο ποσό σωματικής άσκησης που απαιτείται για τη διατήρηση επαρκούς υγείας και φυσικής κατάστασης.

Για παράδειγμα, συνιστάται οι ενήλικοι μεταξύ 18 και 64 ετών, δηλαδή η ηλικιακή ομάδα που πλήττεται περισσότερο από τον COVID-19, να συμμετέχουν σε εβδομαδιαία άσκηση που να περιλαμβάνει τουλάχιστον 150 λεπτά φυσικής δραστηριότητας μέτριας έντασης ή 75 λεπτά σωματικής δραστηριότητας έντονης έντασης ή αντίστοιχο συνδυασμό δραστηριότητας μέτριας και έντονης έντασης.

Μάλιστα, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, η φυσική κατάσταση έχει συσχετιστεί με τον κίνδυνο πρόωρου καρδιαγγειακού θανάτου σε πληθυσμό ηλικίας 50 ετών και άνω, γεγονός που υποδηλώνει ότι η φυσική κατάσταση μπορεί να ρυθμίσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου, αλλά και η βελτίωσή της που οφείλεται στην τακτική σωματική άσκηση να συσχετιστεί με αντίστοιχη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Η έρευνα. Πρόσφατη μεταανάλυση από προοπτικές μελέτες με πάνω από 3 εκατομμύρια άτομα που παρακολουθήθηκαν για ένα μέσο διάστημα 12 ετών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίτευξη των συνιστώμενων από τον ΠΟΥ επιπέδων σωματικής δραστηριότητας συσχετίστηκε με 17% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβάντων, 23% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας και 26% χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.

Αντίστοιχα οι ειδικοί επικαλούνται και μία ακόμα έρευνα που περιελάμβανε 404.840 άτομα, στην οποία η σωματική αδράνεια συσχετίστηκε με 24% υψηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, 16% αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και 42% υψηλότερο κίνδυνο σακχαρώδους διαβήτη.

Επιπροσθέτως, οι κ.κ. Γουδέβενος και Θεοχάρης αναλύουν τις επιπτώσεις της οξείας παύσης της σωματικής δραστηριότητας από την απότομη επιβολή της καραντίνας. «Η ξαφνική διακοπή της άσκησης έχει συσχετιστεί με την ταχεία έναρξη αντίστασης στην ινσουλίνη στον μυϊκό ιστό και τη μειωμένη χρήση της γλυκόζης των μυών, με επακόλουθη μυϊκή ατροφία. Εχει αποδειχθεί ότι πολλές ευεργετικές μεταβολικές και καρδιαγγειακές προσαρμογές σε απόκριση στη σωματική άσκηση μπορούν να χαθούν με μόνο δύο εβδομάδες αδράνειας, μειώνοντας την αερόβια ικανότητα και / ή αυξάνοντας την αρτηριακή πίεση».

Επιπροσθέτως, «η μειωμένη κατανάλωση ενέργειας από τους μη χρησιμοποιούμενους μυς μπορεί να ενισχύσει την παραγωγή αθηρογόνων λιποπρωτεϊνών, προάγοντας έτσι την παχυσαρκία και τη συγκέντρωση λιπιδίων στο αίμα, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της αθηροσκληρωτικής νόσου. Η απότομη διακοπή της σωματικής δραστηριότητας μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μειωμένη φλεβική επιστροφή και μειωμένη στεφανιαία αιμάτωση, με αποτέλεσμα μια προδιάθεση τα άτομα να καταρρέουν κατά την επανάληψη της άσκησης. Τέλος, ο καρδιακός ρυθμός (σφύξεις ανά λεπτό) ανάπαυσης αυξάνεται ταχύτατα ύστερα από οξεία διακοπή της σωματικής δραστηριότητας, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και θνησιμότητας».

Ψυχική υγεία. Ωστόσο ο εγκλεισμός και η μείωση της σωματικής δραστηριότητας μπορεί επίσης να επηρεάσουν την ψυχική υγεία του ατόμου, με την εμφάνιση δυσάρεστων συναισθημάτων όπως θλίψη, θυμός, απογοήτευση ή διέγερση, τα οποία «επιτείνονται δραματικά εάν σε αυτά προστεθούν η θλίψη και το άγχος της απώλειας εργασίας ή ενδεχόμενης ανεργίας, όπου το ενδεχόμενο αυτό υπάρχει σαν αποτέλεσμα των κοινωνικοοικονομικών μεταβολών που προκάλεσε η πανδημία. Σε μια ανασκόπηση σχετικά με την ψυχολογική επίδραση της καραντίνας που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι ο εγκλεισμός που προκύπτει από αυτήν μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα μετατραυματικού στρες, κατάθλιψης ή / και σύγχυσης, μεταξύ των άλλων».

Υπό τα δεδομένα αυτά, οι δύο επιστήμονες υπογραμμίζουν στην ανάλυσή τους ότι «οι καταστάσεις αυτές από κοινού με το άγχος, τη θλίψη από φάσμα της ανεργίας και τη στέρηση των κοινωνικών επαφών είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις και στις μεσαίες ηλικίες αλλά και, ιδιαίτερα, στους ηλικιωμένους».

Σε έρευνα καταδείχθηκε – σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς – ότι η έλλειψη οικονομικών δυνατοτήτων και κοινωνικών επαφών συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο 1,3-1,5 μεγαλύτερης καρδιαγγειακής και συνολικής θνησιμότητας. Η ίδια έρευνα καταλήγει ότι η μοναξιά και το αίσθημα εγκατάλειψης σχετίζεται με αυξημένους κινδύνους καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων.

Η καραντίνα όμως έχει και τα… θετικά της, καθώς, όπως φαίνεται, έχει συμβάλει στη μείωση στις συγκεντρώσεις ορισμένων ρύπων (έως και το ήμισυ σε βιομηχανικές περιοχές), και αυτό μπορεί να έχει έμμεσες, θετικές επιπτώσεις στην υγεία. «Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι γνωστό ότι είναι ένας από τους κύριους παγκόσμιους κινδύνους για την υγεία, που μειώνει το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά 2,9 χρόνια, περισσότερο από ό,τι το κάπνισμα, το HIV / AIDS και κάθε μορφή βίας. Προκαλεί 8,9 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως παγκοσμίως, ιδιαίτερα μέσω της επίδρασής του στις καρδιαγγειακές παθήσεις. Ο θόρυβος που σχετίζεται με την κυκλοφορία είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή ασθένεια» συμπληρώνουν οι κ.κ. Γουδέβενος και Θεοχάρης.

Οι προτάσεις και η… επόμενη μέρα

Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, η διατήρηση της ενεργητικότητας και η συστηματική εκτέλεση μιας σωματικής άσκησης είναι απαραίτητες για την ψυχική και σωματική υγεία. «Ευτυχώς, ένα ευρύ φάσμα ασκήσεων, όπως γιόγκα, αερόμπικ χωρίς εξοπλισμό ή προπόνηση με οδηγό βίντεο ή εφαρμογές, μπορεί να πραγματοποιηθεί στο σπίτι και πρέπει να ενθαρρυνθεί» σημειώνουν οι ειδικοί.

Και προσθέτουν: «Από την άλλη, και ως ιατρική κοινότητα οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τις υπεύθυνες κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο να συμπεριλάβουν σαφείς εξαιρέσεις για τη σωματική δραστηριότητα στην καραντίνα, κάτι που ευτυχώς περιλαμβάνεται στο ελληνικό πρόγραμμα, και να επιτρέπουν την ασφαλή εκτέλεση φυσικών δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς χώρους (π.χ. περπάτημα, τρέξιμο ή άλλα ατομικά αθλήματα, όπου μπορεί να διατηρηθεί επαρκής διαπροσωπική απόσταση), και έτσι ο εγκλεισμός να αποτρέπει την πανδημία COVID-19 με τις μικρότερες δυνατές δυσμενείς καρδιαγγειακές συνέπειες λόγω οξείας παύσης της σωματικής δραστηριότητας».

Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα θα συνεχιστούν και την επόμενη μέρα. «Οταν θα λήξουν η καραντίνα και ο εξ αυτής υποχρεωτικός εγκλεισμός και οι άνθρωποι θα κληθούν να επιστρέψουν στις πρότερες ασχολίες τους και στην εργασία τους. Η επανένταξη και η απότομη έναρξη δραστηριότητας, από κοινού με την επάνοδο των ρύπων, ενδεχομένως να συνδυαστούν με μια απότομη αύξηση καρδιαγγειακών συμβαμάτων, για τα οποία πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή».