Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Πολλοί από όσους είναι αφοσιωμένοι στους δρομικούς τους στόχους αποφεύγουν τις διατροφικές ατασθαλίες, είναι γενικά προσεκτικοί στο τι και πόσο τρώνε. Οταν όμως έρχονται οι γιορτές, οι περισσότεροι χαλαρώνουν το… χαλινάρι και υποκύπτουν στους πειρασμούς των χριστουγεννιάτικων τραπεζωμάτων. Πόσο όμως μπορεί να τους πάει πίσω αυτή η κραιπάλη;
Για να βρουν απάντηση, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Ντίκιν στην Αυστραλία έβαλαν τα «τσιμπούσια» στο μικροσκόπιο. Επιστράτευσαν οκτώ υγιείς νεαρούς άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας 22 ετών, και τους έβαλαν σε δίαιτες υψηλής θερμιδικής αξίας για δύο διαφορετικά χρονικά πλαίσια: πέντε ημέρες, ενδεικτικές των χριστουγεννιάτικων εορτασμών, και 28 ημέρες για να μιμηθούν μια μακροχρόνια χρόνια υπερκατανάλωση τροφής. Κατά τη διάρκεια κάθε χρονικής περιόδου έτρωγαν 1.000 θερμίδες ημερησίως περισσότερες από αυτές που κατανάλωναν κανονικά, περίπου 46% παραπάνω από τη συνηθισμένη τους πρόσληψη. Μεγάλο μέρος από αυτές τις επιπλέον θερμίδες προερχόταν από τζανκ φουντ όπως πατατάκια, σοκολάτες και ποτά - αναψυκτικά. Το βάρος τους, το ποσοστό λίπους, τα σάκχαρα του αίματος και τα επίπεδα ινσουλίνης μετρήθηκαν πριν αρχίσει η περίοδος έρευνας και πάλι ύστερα από κάθε χρονικό διάστημα της συγκεκριμένης δίαιτας.
Στο τέλος της πενθήμερης περιόδου θερμιδικής κραιπάλης, το σπλαχνικό λίπος των συμμετεχόντων - το επιβλαβές υλικό που συσσωρεύεται γύρω από τα κοιλιακά όργανα - αυξήθηκε κατά 14%. Αλλά στις υπόλοιπες σωματικές μετρήσεις το πενθήμερο τσιμπούσι δεν είχε τρομερή επίδραση. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στο συνολικό βάρος ή στο ποσοστό λίπους.
Ωστόσο, έπειτα από 28 ημέρες τσιμπουσιών, η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική στο τέλος ενός μήνα υπερτροφίας, η λιπώδης μάζα των συμμετεχόντων αυξήθηκε περισσότερο από 1 κιλό, φέρνοντας το μέσο βάρος τους στο επιπλέον 1,5 κιλό.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το σώμα αντιμετωπίζει τις σύντομες περιόδους αυξημένης κατανάλωσης θερμίδων με αλλαγή του μεταβολισμού κατά τρόπο που ευνοεί το κάψιμο υδατανθράκων. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με την αρχική τους υπόθεση ότι η βραχυπρόθεσμη υπερκατανάλωση τροφής θα προκαλούσε αρχικά βλάβες στο ήπαρ και αργότερα στους μυς. «Η "μετάβαση" στη χρήση υδατανθράκων εμποδίζει κάτι τέτοιο, πράγμα που βραχυπρόθεσμα είναι όφελος» αναφέρει ο επικεφαλής της έρευνας Γκλεν Γουάντλεϊ από τη Σχολή Επιστήμης Ασκησης και Διατροφής του Πανεπιστημίου Ντίκιν.
«Αυτή η πρώιμη προσαρμογή μπορεί να βοηθά το σώμα να εξισορροπεί τη διαχείριση των σακχάρων του αίματος», συνεχίζει μιλώντας στο περιοδικό «Runner's World», «πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι συμμετέχοντες δεν είχαν μεγάλες μεταβολές έπειτα από πέντε ημέρες διατροφής με… σκουπίδια. Αυτό ωστόσο δεν φαίνεται να λειτουργεί μακροπρόθεσμα: Το σάκχαρο του αίματος ανέβηκε έπειτα από την περίοδο υπερκατανάλωσης 28 ημερών.
Η μελέτη, προφανώς, έχει περιορισμούς. Το μέγεθος του δείγματος ήταν πολύ μικρό και πραγματοποιήθηκε μόνο σε νέους άνδρες. Επίσης, οι συνθήκες που οδήγησαν στο τσιμπούσι ήταν εξαιρετικά ελεγχόμενες - τα άτομα είχαν αποφύγει την άσκηση και το αλκοόλ για 48 ώρες νωρίτερα και την προηγούμενη μέρα είχαν ακολουθήσει μια συγκεκριμένη δίαιτα - διατροφή που περιείχε 55% υδατάνθρακες, 30% λίπος και 15% πρωτεΐνη - ποσοστά που επιλέχθηκαν με βάση την τυπική σύνθεση της αυστραλιανής διατροφής. Στη χρονική περίοδο υπερκατανάλωσης τροφής τα ποσοστά αυτά διατηρήθηκαν. Ο Γουάντλεϊ επισημαίνει το προφανές: είναι πιθανόν τα σημάδια της επίδρασης στο μεταβολικό σύστημα να είναι χειρότερα ή τουλάχιστον ταχύτερα εάν ακολουθήσουμε μια διατροφή με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λιπαρά. «Ομως, παρ' όλα αυτά, τα αποτελέσματα δίνουν κάποια εικόνα για το πώς τα σώματα, γενικά, μπορεί να προσαρμοστούν σε λίγες ημέρες κραιπάλης χωρίς σημαντικά πισωγυρίσματα» λέει.
Το σάκχαρο του αίματος και τα προβλήματα
Από μια εξελικτική σκοπιά, ο μηχανισμός αυτός πιθανότατα προετοιμάζει το σώμα για τις περιόδους λιμού, σχολιάζει ο επιστήμονας, πράγμα που σημαίνει ότι το σώμα μας είναι πολύ έξυπνο στις μετατροπές όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας με βάση αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες ανάγκες. Οταν όμως οι «εορταστικές» ημέρες επεκτείνονται σε εβδομάδες και μήνες, τότε εμφανίζονται τα προβλήματα, όπως αυξημένος κίνδυνος αντοχής στην ινσουλίνη, μια κατάσταση που συμβαίνει όταν το σώμα σας δεν μπορεί να απορροφήσει εύκολα το σάκχαρο του αίματος, αυξάνοντας τα επίπεδά σας και αυξάνοντας τις πιθανότητές σας για προδιαβήτη ή διαβήτη.
Ο Γουάντλεϊ προσθέτει ότι πρέπει η έρευνα να επεκταθεί και σε άτομα διαφορετικών ηλικιακών ομάδων καθώς και γυναικών. Αλλά προς το παρόν, καταλήγει, τα αποτελέσματα φαίνεται να δείχνουν ότι μπορούμε να το ρίξουμε στο φαΐ για λίγες ημέρες χωρίς να νιώθουμε (πολλές) τύψεις…